Θαλάσσια Ασφάλιση

Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά κάθε σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης, που διέπεται από τo αγγλικό δίκαιο, είναι το δικαίωμα του ασφαλιστή να αποφύγει τις υποχρεώσεις του στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος απέκρυψε ή παραποίησε ουσιώδη περιστατικά (non-disclosure and misrepresentation).

Δεν είναι μάλιστα σπάνιες οι περιπτώσεις όπου οι ασφαλιστές επικαλούνται την απόκρυψη ενός περιστατικού που φαίνεται σχετικά ασήμαντο ή μεμονωμένο, ώστε να μην καταβάλουν την ασφαλιστική αποζημίωση.

Η σχετική διάταξη του αγγλικού Νόμου περί Θαλάσσιας Ασφαλίσεως (Marine Insurance Act 1906 – “MIA”), προβλέπει μεταξύ άλλων ότι:

Άρθρο 18 (MIA 1906)

παρ.1:… ο ασφαλισμένος πρέπει να ανακοινώσει στον ασφαλιστή, πριν από την κατάρτιση της σύμβασης, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό γνωρίζει και ο ασφαλισμένος θεωρείται ότι γνωρίζει κάθε περιστατικό, το οποίο, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, οφείλει να γνωρίζει. Στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος παραλείψει να προβεί σε τέτοια ανακοίνωση, ο ασφαλιστής μπορεί να απορρίψει την σύμβαση.

παρ.2: ουσιώδες θεωρείται κάθε περιστατικό που θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή στον καθορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφαση εάν θα αναλάβει τον κίνδυνο.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο MIA 1906 αποτελεί ουσιαστικά κωδικοποίηση της έως τότε νομολογίας και όχι προϊόν νομοθετικών διαδικασιών, στις οποίες είμαστε συνηθισμένοι στην Ελλάδα. Κατά συνεπεία, παρά τη φαινομενική του σαφήνεια, πολλά σημεία αντανακλούν τις ερμηνευτικές δυσκολίες των παλαιότερων αποφάσεων, στις οποίες έχει στηριχθεί.

Το άρθρο 18 (MIA 1906) αναφέρεται στο πρώτο προσυμβατικό στάδιο στην εξέλιξη της ασφαλιστικής σχέσης, το οποίο διαρκεί μέχρι την κατάρτιση της σύμβασης. Το στάδιο αυτό κυριαρχείται από την επιταγή της “εξόχου καλής πίστεως”, “utmost good faith” ή “uberrimae fidae” (άρθρο 17 MIA 1906), που αποτελεί ιδιαιτερότητα του ασφαλιστικού δικαίου. Η υποχρέωση, ή ακριβέστερα το βάρος, του ασφαλισμένου να ανακοινώσει στον σφαλιστή όλα τα γεγονότα που έχουν ή θα μπορούσαν να έχουν σημασία για την απόφαση του ασφαλιστή, αν θα αναλάβει τον κίνδυνο και υπό ποιους όρους, αποτελεί ουσιαστικά εξειδίκευση αυτής της αρχής.

Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 18 MIA. προκάλεσε τα περισσότερα προβλήματα και μόλις το 1984, στην υπόθεση ABC vs XYZ, το Court of Appeal έδωσε την μέχρι πρόσφατα κρατούσα ερμηνεία:

(α), για τον καθορισμό του χαρακτήρα ενός περιστατικού ως ουσιώδους, λαμβάνεται υπόψη η κρίση ενός υποθετικού “συνετού ασφαλιστή”, και όχι του συγκεκριμένου,

(β), αρκεί να αποδειχθεί ότι η πληροφορία που αποσιωπήθηκε ή παραποιήθηκε ήταν τέτοιας φύσεως ώστε ο συνετός ασφαλιστής θα επιθυμούσε να την έχει στη διάθεση του. Δε θεωρήθηκε απαραίτητο η γνώση, ή η άγνοια του περιστατικού να είχε καθοριστική επιρροή στην απόφαση του συνετού ασφαλιστή να ασφαλίσει τον κίνδυνο ή στους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης.

Το κριτήριο δηλαδή της “καθοριστικής επιρροής” (“decisive influence”) απορρίφθηκε.

Η απόφαση ABC νs XYZ θεωρήθηκε από πολλούς ότι είχε στηριχθεί σε εσφαλμένη ερμηνεία της έως τότε νομολογίας και ότι ευνοούσε υπερβολικά τους ασφαλιστές. Ένα σχετικό επιχείρημα ήταν μάλιστα ότι ο ασφαλισμένος θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή του αμέτρητες πληροφορίες, μόνο και μόνο επειδή ο συνετός ασφαλιστής θα ήθελε, αόριστα, να τις έχει υπόψη του, ακόμα και εάν αυτές οι πληροφορίες δε θα επηρέαζαν την τελική απόφαση ούτε του συνετού, ούτε του συγκεκριμένου ασφαλιστή.

Η ιστορική εξέλιξη τη: σχετικής νομολογίας δε νομίζουμε ότι ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Θα σημειώσουμε μια μονάχα λεπτομέρεια, διότι είναι χαρακτηριστική της ιδιαιτερότητας του αγγλικού νομικού συστήματος, στο οποίο οι συγκεκριμένοι δικαστές (και όχι αόριστα η δικαστική εξουσία) από τη μια πλευρά επιλύουν τις διαφορές που έχουν ενώπιον τους, και από ην άλλη, όχι απλά ερμηνεύουν, αλλά δημιουργούν το δίκαιο.

Στο θέμα που μας απασχολεί λοιπόν, η αρχή της “δικαστικής ιστορίας” ανατρέχει στο 1973, στην υπόθεση DEF and LD νs KLM, όταν ο δικαστής Lord Donovan του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου είχε κρίνει ότι η εκτίμηση του συνετού ασφαλιστή δεν είναι επαρκής για να θεμελιωθεί ο ουσιώδης χαρακτήρας ενός περιστατικού.

Takis Kalogerakos

Marine Underwriter

 

www.greenwoods.org