ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 5 Μαΐου 2009, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

 

 

 

Α)   Της ενάγουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΓΚ Α.Ε.» που εδρεύει στην Αττική, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου της.

Των εναγομένων:

1)       Της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΜΝΜ Α.Ε.» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της. και

2)       Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «AIC Α,Ε.», που εδρεύει στην Νέα Σμύρνη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου της.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 3-6-2008 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως δικογράφου χχχχ/9-6-2008, προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 14.10.2008 και γράφτηκε στο πινάκιο (αρ. πιν.17). Κατά τη δικάσιμο εκείνη το δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για την δικάσιμο της 2.12.2008, οπότε και αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο (αρ. πιν. 4).

Β)   Της προσεπικαλούσας σε αναγκαστική παρέμβαση παρεμπιπτόντως ενάγουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΜΝΜ Α.Ε.» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου της.

Της καθ’ ης προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπιπτόντως εναγομένης: Της εταιρείας με την επωνυμία “ΧΥΖ Α.Ε.”, που εδρεύει στη Γενεύη Ελβετίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΧΥΖ GREECE S.A.”, που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου της.

Η προσεπικαλούσα σε αναγκαστική παρέμβαση παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-9-2008 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 9110/18-9-2008, προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 2.12.2008 και γράφτηκε στο πινάκιο (αρ. πιν, 19), Κατά τη δικάσιμο εκείνη το δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο (αρ. πιν. 3). Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις νομίμως κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Α.   Με την ένδικη κύρια αγωγή η κυρίως ενάγουσα εκθέτει ότι στις 5-9-2007, πώλησε, βάσει του υπ’ αριθμ. 505/6.9.2007 τιμολογίου πώλησης που εξέδωσε, στην Αγγλική εταιρεία με την επωνυμία “JS LTD”, που εδρεύει στο LONDON Ε107 FD, ΑΓΓΛΙΑ, τα αναφερόμενα στην αγωγή καλώδια φωτισμού, συνολικής αξίας 50.281,88 λιρών Αγγλίας. Ότι οι όροι που συμφωνήθηκαν για την εν λόγω πώληση και αναγράφηκαν και στο εν λόγω τιμολόγιο πώλησης ήταν η παράδοση των πωληθέντων καλωδίων στο κατάστημα της αγοράστριας ελεύθερα ναύλου επί αυτοκινήτου (CIF) και καταβολή του τιμήματος εντός 30 ημερών οπό την παράδοση και παραλαβή των εμπορευμάτων. Ότι η πρώτη των εναγομένων ανέλαβε τη θαλάσσια και χερσαία μεταφορά των ένδικων πραγμάτων από τον Πειραιά στο Λονδίνο και την παράδοση αυτών στο κατάστημα της αγοράστριας ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, διαμέσου της αλλοδαπής εταιρείας, με έδρα την Γενεύη της Ελβετίας, με την επωνυμία ” ΧΥΖ Α.Ε.”, η οποία εκτέλεσε τη  μεταφορά με το πλοίο, πλοιοκτησίας της, M/V DFG. Ότι στα πλαίσια της συμφωνίας της με την πρώτη εναγομένη για την ασφαλή μεταφορά των πωληθέντων πραγμάτων η τελευταία της παρέδωσε το ιδιοκτησίας της Container με αριθμό xxxx 385452- 4, εντός του οποίου τοποθετήθηκαν τα ως άνω καλώδια. Ότι τα εμπορεύματα φορτώθηκαν επί του πλοίου την 10.9.2007 και εκδόθηκε από την πρώτη των εναγομένων, την ίδια ως άνω ημερομηνία, η υπ1 αριθ. CB/FLX/2161-07 φορτωτική της εταιρείας LS Co, στην οποία αναγραφόταν ως μεταφορέας η ενάγουσα, τα στοιχεία του αγοραστή, το λιμάνι φόρτωσης (Πειραιάς), τα στοιχεία του εμπορεύματος, ότι ο ναύλος είναι προπληρωμένος καθώς και το λιμάνι εκφόρτωσης.

Ότι για την κάλυψη των κινδύνων της μεταφοράς των ανωτέρω εμπορευμάτων η ενάγουσα εταιρεία συνήψε ασφαλιστήρια σύμβαση με την δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, για το ποσό συνολικά των 55.310,07 λιρών Αγγλίας, που αντιστοιχούσε σε 81.819,63€. Ότι αν και τα πωληθέντα εμπορεύματα έπρεπε να παραδοθούν στο κατάστημα της αγοράστριας μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Οκτωβρίου 2007, στις 30 Νοεμβρίου 2007 η τελευταία της γνωστοποίησε ότι δεν είχε μέχρι τότε παραλάβει τα εμπορεύματα που ήταν συσκευασμένα στο με αριθμό xxx385452-4 εμπορευματοκιβώτιο. Κατόπιν των ανωτέρω ζητεί, παραιτούμενη από του δικογράφου της από 31.3.2008 αγωγής της, με αρ. κατ. 3371/2008, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον έκαστη, η μεν πρώτη από την μεταξύ τους σύμβαση μεταφοράς, η δε δεύτερη από την σύμβαση ασφάλισης, να της καταβάλουν το ποσό των εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (74.381,45), που αντιστοιχεί σε πενήντα χιλιάδες διακόσιες ογδόντα μία λίρες Αγγλίας και ογδόντα οκτώ σεντς (50.281,88), με την τιμή της λίρας Αγγλίας σε ευρώ την ημέρα της φόρτωσης (6.9.2007) των εμπορευμάτων στην Ελλάδα, άλλως το ποσό των λιρών πενήντα χιλιάδων διακοσίων ογδόντα μιας και ογδόντα οκτώ σεντς (50.281,88) με την τιμή της λίρας Αγγλίας την 1-10-2007, ότι τα εμπορεύματα εκφορτώθηκαν στο λιμάνι FELIX – STOWE της Αγγλίας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην δικαστική της δαπάνη.

Β.    Με την ένδικη προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή η παρεμπιπτόντως ενάγουσα αφού προηγουμένως παραθέτει το περιεχόμενο της υπό Α κύριας αγωγής που στρέφεται και εναντίον της, αρνούμενη αυτήν προσεπικαλεί την παρεμπιπτόντως εναγομένη, η οποία εκτέλεσε ως θαλάσσιος μεταφορέας την αναφερόμενη στην υπό Α κύρια αγωγή θαλάσσια μεταφορά των πωληθέντων πραγμάτων εκδίδοντας προς τούτο στον Πειραιά την 10.9.2007 την με στοιχεία xxxx2027865 θαλάσσια φορτωτική και ζητεί, κατόπιν περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις έγγραφες προτάσεις της, να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει κάθε ποσό που τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα ως αποζημίωση, πλέον τόκων και εξόδων, νομιμοτόκως από την επίδοση της παρεμπίπτουσας αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη. Οι από 3-6-2008 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 6083/9-6-2008 κύρια αγωγή (υπό Α) και η από 12-9-2008 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 9110/18-9-2008 προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή (υπό Β) πρέπει να συνεκδικαστούν, καθώς από την ένωσή τους επιταχύνεται n διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων, κατ άρθρο 246 ΚΠολΔ. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πρώτη εναγομένη στον κύρια αγωγή και n παρεμπιπτόντως εναγομένη στην παρεμπίπτουσα αγωγή προέβαλαν ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, ισχυριζόμενες ότι βάσει ειδικού όρου της διεθνούς φορτωτικής που εξέδωσε η παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρεία “ΧΥΖ Α.Ε.”, η οποία και εκτέλεσε την ένδικη μεταφορά συμφωνήθηκε ότι κάθε τυχόν απαίτηση ή διαφορά με αιτία το Σύμβαση Μεταφοράς που αποδεικνύεται από την παρούσα διεθνή φορτωτική θα υπόκειται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του High Court of Justice του Λονδίνου και εφαρμοστέο είναι το αγγλικό δίκαιο. Επιπλέον, η κυρίως εναγομένη ισχυρίστηκε ότι στην ένδικη σύμβαση μεταφοράς λόγω του ότι ενήργησε ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς θα ευθύνεται, εάν τυχόν ευθύνεται, στο μέτρο που ευθύνεται ο μεταφορέας, δηλαδή η παρεμπιπτόντως εναγομένη, η κρίση δε αυτή δυνάμει της προαναφερόμενης συμφωνίας είναι αποκλειστικής αρμοδιότητος του ανωτέρω αλλοδαπού δικαστηρίου.

Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 42 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, με συμφωνία των ενδιαφερομένων, διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο μπορεί να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας. Αν οι διαφορές πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον και από συγκεκριμένη έννομη σχέση επιτρέπεται και αυτές να υπαχθούν στη δικαιοδοσία αλλοδαπής πολιτείας με συμφωνία των ενδιαφερομένων αλλά η συμφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προκύψουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά το άρθρο 43 ΚΠολΔ, για την πιο πάνω συμφωνία είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση του άρθρου αυτού και ιδίως τη φράση «είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη». Εξάλλου, από το συνδυασμό του άρθρου 160 εδ. β και γ ΑΚ, που ορίζει ότι «αν πρόκειται για σύμβαση η υπογραφή των συμβαλλομένων πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο κι ότι αν συνταχθούν για τη σύμβαση περισσότερα πρωτότυπα, αρκεί η υπογραφή κάθε μέρους στο έγγραφο που προορίζεται για το άλλο» και του άρθρου 447 ΚΠολΔ που ορίζει ότι «το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444», συνάγεται ότι το τελευταίο αυτό άρθρο εφαρμόζεται όταν πρόκειται για αποδεικτικά και όχι συστατικά έγγραφα. Περαιτέρω, οι καταχωριζόμενες στη φορτωτική, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 76 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων των ανωνύμων εταιρειών», δικαιόγραφο σε διαταγή, συμπληρωματικές ρήτρες είναι ισχυρές και υποχρεώνουν τους συμβληθέντες, εφόσον δεν αντίκεινται στα χρηστά ήθη, στη δημόσια τάξη ή σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου, δυνάμενες να αντιταχθούν και κατά του νομιμοποιούμενου ως κατόχου ή κομιστή της φορτωτικής, κατά τους ορισμούς του άρθρου 78 παρ.2 του παραπάνω ΝΔ και τους ταυτόσημους του άρθρου 892 ΑΚ. προϋπόθεση όμως, με βάση τα προεκτεθέντα, του κύρους της δικονομικής συμφωνίας περί αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, επί μελλοντικών διαφορών, που είναι ενσωματωμένη απλώς στη φορτωτική αλλά δεν σχετίζεται με τη λειτουργία αυτής ως δικαιογράφου, είναι το περιέχον την παραπάνω συμφωνία έγγραφο της φορτωτικής, που έχει και αυτό το χαρακτήρα ιδιωτικού εγγράφου, να φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων, του πλοιάρχου που εκδίδει κατ’ άρθρο 168 εδ. α ΚΙΝΔ τη φορτωτική ή του από αυτόν εξουσιοδοτημένου πράκτορα, και του φορτωτή των προς μεταφορά πραγμάτων ή του παραλήπτη αυτών. Διαφορετικά η σχετική συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως να μην έγινε (άρθρο 159 παρ.1 και 180 ΑΚ) (ΑΠ 706/2003 ΕΝΔ 31.181}. Επομένως, ο υπό κρίση ισχυρισμός τυγχάνει νόμιμος, θεμελιούμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του.

Η ενάγουσα αρνήθηκε τον εν λόγω ισχυρισμό και περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι η ένδικη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΜΝΜ Α.Ε.», υπό την ιδιότητα της παραγγελιοδόχου μεταφοράς και της προσεπικαλούμενης από αυτήν εταιρείας με την επωνυμία “ΧΥΖ Α.Ε.”, η οποία και εξέδωσε, εν αγνοία της, την υπ’ αριθμ. χχχχχ2027865 φορτωτική, αν και σε εκτέλεση της μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης σύμβασης μεταφοράς εξέδωσε η τελευταία την με αριθμό CB/FLX/216207/10- 9-2007 φορτωτική από την οποία προκύπτει ότι ουδαμού γίνεται μνεία για αρμοδιότητα δικαστηρίων τόσο στην πρόσθια όψη αυτής όσο και στους όρους μεταφοράς που αναφέρονται στην οπίσθια όψη αυτής, ουδέ αναφέρει αλλά αντίθετα αποκρύπτει το γεγονός ότι έχει συνομολογήσει ότι για κάθε διαφορά της συγκεκριμένης μεταφοράς αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Πειραιά, όπως ρητά αναγράφει η πρώτη εναγομένη στο με αριθμό 02986/11.9.2007 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Επί των ισχυρισμών αυτών πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η φορτωτική είναι αξιόγραφο το οποίο ενσωματώνει κατ’ άρθρο 978 του ΑΚ και 172 του ΚΙΝΔ την αξίωση παραδόσεως στο λιμάνι προορισμού των φορτωθέντων πραγμάτων στο λιμάνι φορτώσεως, αντιπροσωπεύει τη νομή αυτών και επιτρέπει τη μεταβίβαση της κυριότητας αυτών δια της μεταβιβάσεως της φορτωτικής. Δηλαδή, τα δικαιώματα τα οποία ενσωματώνονται στη φορτωτική δεν μπορούν να ασκηθούν χωρίς την κατοχή του εγγράφου αυτής. Αυτό οφείλεται στην ιδιόρρυθμη σύνδεση του δικαιώματος με το έγγραφο, την οποία εκφράζει χαρακτηριστικά το άρθρο 173 του ΚΙΝΔ και το άρθρο 179 του ΝΔ 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών». Πιο συγκεκριμένα η σύμβαση της φορτωτικής συνάπτεται μεταξύ του φορτωτή και του εκναυλωτή ή του θαλάσσιου μεταφορέα. Ο πλοίαρχος του μεταφέροντος τα εμπορεύματα πλοίου, εκδίδοντας
τη φορτωτική, συμβάλλεται ως αντιπρόσωπος του εκναυλωτή ή του μεταφορέα δια της παραδόσεως του εγγράφου της φορτωτικής από τον δεύτερο στον πρώτο, είναι δηλαδή σύμβαση καταρτιζόμενη  και αποτελεί σύμβαση υπέρ τρίτου κατά τις διατάξεις των άρθρων 410 επ. ΑΚ. Τρίτος εν προκειμένω είναι ο παραλήπτης των εμπορευμάτων δηλαδή ο τρίτος κομιστής της εις διαταγήν ή της ονομαστικής φορτωτικής, ήτοι ο κομιστής της φορτωτικής στον τόπο εκφορτώσεως των και τούτο διότι ο παραλήπτης έχει πάντοτε αυτοτελές δικαίωμα ανεξάρτητο του δικαιώματος του φορτωτή (ΕΠ 186/2006 ΕΝΔ 34.275).

Περαιτέρω, οπό τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 παρ. 5 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 25-8-1924 «για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 21-12-1979 (γνωστά ως κανόνες Χάγης – Βίσμπυ), που κυρώθηκαν στην Ελλάδα με το Ν. 2107/1992, αλλά και από τις διατάξεις των άρθρων 132,140,143,171,173 ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, ο μεταφορέας ευθύνεται σε αποζημίωση σε περίπτωση βλάβης 4 απώλειας των πραγμάτων που προκλήθηκε κατά το χρόνο από της παραλαβής προς μεταφορά μέχρι την παράδοση αυτών στο νομιμοποιούμενο παραλήπτη, εκτός εάν η απώλεια ή βλάβη οφείλεται σε περιστατικά που δεν ήταν δυνατόν να αποτραπούν ούτε με την καταβολή της επιμέλειας που θα κατέβαλε κάθε συνετός μεταφορέας (ΕΠ 924/2000 ΕΝΔ 29.132). Η ευθύνη υφίσταται κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 135 ΚΙΝΔ και του άρθρου 3 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, έναντι οιοδήποτε προσώπου που έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, υπό την έννοια ότι είναι φορέας δικαιώματος που απορρέει από τη σύμβαση και μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημιώνεται αμέσως από την απώλεια ή βλάβη αυτού.

Τέτοια πρόσωπα μπορεί να είναι ο φορτωτής, ο παραλήπτης που είναι νόμιμος κομιστής φορτωτικής, ο ασφαλιστής του φορτίου που αποζημίωσε τη ζημία του ασφαλισμένου και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης, καθώς και ο ενεχυρούχος δανειστής του φορτίου ή ο εκδοχέας των δικαιωμάτων του παραλήπτη. Εξάλλου, η φορτωτική κατ’ αρχήν δεν παριστά ούτε ενσωματώνει τη σύμβαση μεταφοράς του φορτίου που αφορά, διότι αυτή συνήθως προηγείται από την έκδοση της φορτωτικής. Η σύμβαση της μεταφοράς συνάπτεται ατύπως, κατά το πλείστον δε περιέχεται στη σύμβαση ναυλώσεως «εν στενή έννοια», δηλαδή στην έναντι ανταλλάγματος μίσθωση του πλοίου ως μεταφορικού μέσου είτε για ορισμένη χρονική διάρκεια (χρονοναύλωση) είτε για ορισμένο ταξίδι ή ταξίδια. Η φορτωτική κατά το μέρος που αφορά τη σύμβαση μεταφοράς του φορτίου που αναφέρεται σε αυτήν, συνάπτεται μεταξύ του φορτωτή και του μεταφορέα. Αυτή οπωσδήποτε λειτουργεί (κυρίως) ως απόδειξη της φορτώσεως του πράγματος που μεταφέρεται, επιπλέον όμως παριστάνει τα ίδια τα μεταφερόμενα πράγματα και, λόγω της φύσεως αυτής, είναι δυνατόν η νομή των πραγμάτων αυτών να μεταβιβαστεί με τη μεταβίβαση των φορτωτικών. Ακόμη, η φορτωτική, ενσωματώνει το ενοχικό δικαίωμα στον κομιστή αυτής για την παραλαβή των πραγμάτων που αυτή παριστάνει, από τη φύση δε του δικαιώματος αυτού πηγάζει περαιτέρω και η αξίωση του κομιστή να ζητήσει αποζημίωση για την απώλεια ή βλάβη του φορτίου (ΑΠ 1720/1984 ΕΝΑ 13.15, ΕΠ165/2002 ΕΝΑ 30.217). Από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγόμενη σε φωτοτυπία και επίσημη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική με αριθμό χχχχ2027865  φορτωτική, η οποία αφορά την επίδικη μεταφορά, αποδεικνύεται ότι αυτή εξεδόθη από την εταιρεία “ΧΥΖ Α.Ε.”, που ενεργούσε ως πράκτορας της πρώτης εναγομένης με φορτώτρια την πρώτη εναγομένη εταιρεία ΚΜΝΜ Α.Ε. Τη φορτωτική αυτή στο τέλος υπογράφει ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας που εξέδωσε τη φορτωτική με την προαναφερομένη ιδιότητα της, ενώ υπάρχει στη δεύτερη σελίδα η σφραγίδα και υπογραφή της φορτώτριας εταιρείας.

Στους έντυπους όρους της εν λόγω φορτωτικής περιλαμβάνεται και ο 2ος όρος αυτής που προβλέπει «(α) Οποιαδήποτε απαίτηση ή διαφορά που προέρχεται από τη σύμβαση μεταφοράς, την αποδεικνυόμενη με την παρούσα φορτωτική, θα υπόκειται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανώτερου Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης στο Λονδίνο και θα εφαρμόζεται το Αγγλικά Δίκαιο, (β)

Σε αντίθεση προς τα ως άνω υπό (α) αναφερόμενα, οποιαδήποτε απαίτηση ή διαφορά προερχομένη από τη σύμβαση μεταφοράς, που αποδεικνύεται με την παρούσα φορτωτική, εφόσον αφορά σε φορτία μεταφερόμενα προς ή από τις ΗΠΑ, θα υπόκεινται μόνο στην αποκλειστική δικαιοδοσία των ΗΠΑ στο περιφερειακό Δικαστήριο των ΗΠΑ για τη νότια περιφέρεια της Νέας Υόρκης, και θα εφαρμόζεται το δίκαιο των ΗΠΑ». Ο όρος αυτός, είναι σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω έγκυρος και ισχυρός αφενός μεν διότι η φορτωτική που υπογράφηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της φορτώτριας εταιρείας, χωρίς την οποιαδήποτε επιφύλαξη, γεγονός που σημαίνει την αποδοχή μεταξύ των άλλων όρων και του επίμαχου όρου 2ου (όμοια ΕΠ 364/1998 ΕΝΔ 27. 259), αφετέρου δε διότι προσδιορίζεται με σαφήνεια σ’ αυτόν το κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών δικαστήριο, και δεν αντίκειται σύμφωνα με το ημεδαπό
δικονομικό δίκαιο στην Ελληνική Δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, Ενώ από το περιεχόμενο του, δίχως ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία, αποδεικνύεται ότι καθιερώθηκε αποκλειστική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία των αναφερομένων σε αυτήν αλλοδαπών δικαστηρίων ήτοι του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης στο Λονδίνο για την εκδίκαση κάθε διαφοράς (όπως και η επίδικη) που απορρέει από τη μεταφορά την οποία καλύπτει η πιο πάνω φορτωτική, κατ’ αποκλεισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων και δεσμεύει κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη όχι μόνο τους συμβαλλομένους εκναυλωτή – μεταφορέα και φορτωτή αλλά και την μη συμβληθείσα στη σύμβαση ενάγουσα – πωλήτρια καθώς και κάθε τρίτο που έλκει τα δικαιώματα του από τη φορτωτική, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το εφαρμοστέο στην ένδικη σύμβαση δίκαιο των κανόνων Χάγης – Βίσμπυ, η παραλήπτρια των επιδίκων εμπορευμάτων, διαδέχθηκε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του φορτωτή (ΕΠ 854/2006 ΕΝΔ 35.107).

Με τα δεδομένα αυτά, λόγω της ύπαρξης της παραπάνω ρήτρας και της δεσμευτικής ως προς τα μέρη ισχύος της, το δικαστήριο αυτό στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας και, κατά παραδοχή ως της σχετικής ένστασης της και κατ’ ουσίαν βάσιμη, της παρεμπιπτόντως  εναγομένης θα πρέπει να απορριφθούν οι συνεκδικαζόμενες κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγές ως απαράδεκτες ελλείψει της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης.

Τέλος, η ενάγουσα στην κύρια αγωγή πρέπει να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των κυρίως εναγομένων λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των λοιπών διαδίκων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  Δικάζει κατ αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει την από 3-6-2008 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 6083/9-6-2008 κύρια αγωγή και την από 12-9- 2008 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 9110/18-9-2008, προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή.

Απορρίπτει αυτές.

Επιβάλει σε βάρος της κυρίως ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των κυρίως εναγομένων το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων στην με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 9110/18-9-2008, προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή τα δικαστικά έξοδα.