Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 4614/2010

Σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης.

 

Άτυπο της συμβάσεως αυτής Μεταφορά των εναποτεθέντων από τον ίδιο τον αποθηκευτή ο οποίος παράλληλα με τη φύλαξη διενεργεί και εθνικές μεταφορές και παράδοση τους στους υποδεικνυόμενους παραλήπτες. «Δίδυμη σύμβαση».

 

Αγωγή του αποθηκευτή για αποθήκευτρα και ο οφειλόμενους ναύλους κατά του αποθέτη. Ένσταση του τελευταίου για συμψηφισμό προς τις αξίες των παλετών που έπρεπε να του επιστρέφονται από τον αποθηκευτή – μεταφορέα.

 

Αοριστία της ενστάσεως αυτής αφού η διατύπωση τους συνοδεύτηκε με καρτέλες από το Λογιστήριο του αποθέτη  στις οποίες δεν αναφέρονται ο αριθμός τεμαχίων παλετών και η τιμή του κάθε τεμαχίου που α\τιστοιχεί σε κάθε τιμολόγιο, καθώς και η προέλευση των εν λόγω παλετών, δηλαδή στα πλαίσια ποιας συμβατικής δραστηριότητας εντάσσονται.

 

Δεκτή η αγωγή του αποθηκευτή – μεταφορέα κατά του αποθέτη.

 

Η αμιγής σύμβαση χερσαίας μεταφοράς έχει ως αντικείμενο την επίτευξη ορισμένου οικονομικού αποτελέσματος, δηλαδή, τη μετακίνηση προσώπων ή πραγμάτων από έναν τόπο σε άλλο, φέρει το χαρακτήρα της μίσθωσης έργου και συνεπάγεται την εφαρμογή σε αυτή των διατάξεων των άρθρων 97 έως 107 του ΕμπΝ και, συμπληρωματικά, δηλαδή, στα μη καλυπτόμενα σημεία από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, εκείνων περί μίσθωσης έργου του ΑΚ (ΑΠ 860/1987 ΕΕμπΔ1989.214, ΕφΘεσ 219/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.765).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 του Α Κ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας, ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγο σύμβαση συνάπτεται άτυπα για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα, ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φύλαξης, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος (ΑΠ 1024/2010 ΝΟΜΟΣ).

Οι δύο παραπάνω συμβάσεις (μεταφοράς και παρακαταθήκης) είναι δυνατόν να εμφανιστούν και ως μικτή «δίδυμη σύμβαση», με παροχές που ανήκουν σε διαφορετικούς συμβατικούς τύπους, οικονομικά ισοδύναμες μεταξύ τους και νομικά κύριες.

Στη σύμβαση αυτή θα εφαρμοστεί η θεωρία του συνδυασμού, κατά την οποία, θα εφαρμοστούν, παράλληλα, για καθεμία από τις σωρευμένες παροχές, οι κανόνες του συμβατικού τύπου, στον οποίο αυτή ανήκει, χωρίς, όμως, να παραβλέπεται και η ενότητα της μικτής σύμβασης (ΕφΠατρ 102/2008 ΑχΝομολ 2009/50).

Η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της, αναφέρει ότι, δυνάμει έγγραφης σύμβασης παρακαταθήκης και διανομής, που καταρτίστηκε στον Ασπρόπυργο Αττικής και είχε τριετή διάρκεια, ανέλαβε, έναντι αμοιβής, τη φύλαξη εμπορευμάτων της εναγομένης και την περαιτέρω διανομή τους σε πελάτες της τελευταίας.

Ότι, δυνάμει της παραπάνω σύμβασης, για το χρονικό διάστημα, από 30.10.2006 μέχρι 18.4.2007, η ενάγουσα παρείχε στην εναγομένη τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες και εξέδωσε αντίστοιχα τιμολόγια, όπως αυτά αναφέρονται αναλυτικά στην αγωγή, πλην, όμως, η ενάγουσα κατέβαλε, έναντι της συνολικής οφειλής το ποσό των 1.107,23 ευρώ και, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της ενάγουσας, αρνείται να καταβάλει το υπόλοιπο. Ζητεί, λοιπόν, η ενάγουσα, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 38.150,71 ευρώ, ως υπόλοιπο συμβατικής οφειλής, με το νόμιμο τόκο, από την 11.9.2007, ημερομηνία σχετικής όχλησης, διαφορετικά, από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και να καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.

Η αγωγή, για το παραδεκτό της οποίας έχει καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλ. 302917, 180755, 061740 αγωγόσημα, με τα επ1 αυτών επικολληθέντα ένσημα ΤΠΔΑ και 636969 ένσημο ΤΝ), αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 9, 14 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στη μείζονα νομική σκέψη, καθώς και σε αυτές των άρθρων 340, 346 του ΑΚ και 907, 908, 176 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 του Α Κ, το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, αναδρομικά, δηλαδή, από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παρακάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 παρ. I και 222 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, συνεπεία των οποίων
προκύπτει κάποια συγκεκριμένη ανταπαίτηση, το ύψος αυτής και ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε (ΑΠ 1519/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΟ 7658/2004 ΕΔικΠολυκ 2007.75). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθμ. 4 και 216 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της, με ποινή απαραδέκτου, επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1608/2002 ΕλλΔνη 2003.706, ΑΠ 713/2002 ΕλλΔνη 2003.707). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 του ΚΠολΔ, η ένσταση, ως αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός που περιέχει πραγματικά περιστατικά, διάφορα από εκείνα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και με τα οποία επιδιώκεται η προσωρινή ή οριστική απόρριψη της αγωγής ή η αναβολή της απάντησης σε αυτήν, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Δηλαδή, για να κριθεί αν επιδέχεται δικαστική εκτίμηση, πρέπει να περιέχει στοιχεία ανάλογα προς εκείνα που είναι αναγκαία για την τυπική παραδοχή και, συνακόλουθα, δικαστική εκτίμηση της αγωγής. Αν τα γεγονότα, που αποτελούν την ιστορική βάση τής υπό δικονομική έννοια ένστασης, είτε συνιστούν το «πραγματικό» ουσιαστικού, είτε το «πραγματικό» δικονομικού κανόνα, δεν εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη ή δεν συνάπτονται με ορισμένο αίτημα, η ένσταση απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 1086/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2926/2005 Αρμ 2006.273).

Η εναγομένη, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της, αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα εκτελούσε πλημμελώς τις συμβατικές της υποχρεώσεις και ότι, για αυτόν το λόγο, κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, το Μάιο του 2007, τα δε ποσά που φέρεται ότι οφείλει αφορούν χρόνο μεταγενέστερο της καταγγελίας. Εξάλλου, η εναγομένη προβάλλει ένσταση συμψηφισμού έναντι της απαίτησης της ενάγουσας, ποσού 30.462,89 ευρώ, το οποίο αφορά την αξία παλετών επί των οποίων τοποθετούνταν τα εμπορεύματά της για να μεταφερθούν και να δια νεμηθούν από την ενάγουσα και τις ποίες έπρεπε να επιστρέψει στην εναγομένη.

Συγκεκριμένα, η ενάγουσα δεν επέστρεψε παλέτες αξίας 19.090,77 ευρώ, όπως αυτό αποτυπώνεται από την εναγομένη στις προτάσεις της, στις οποίες ενσωματώνει καρτέλες για τα έτη 2005-2007, όπου αναφέρονται ημερομηνίες, αριθμοί και είδος παραστατικών, καθώς και ποσά χρεώσεων, πιστώσεων και υπολοίπων. Επιπλέον, η εναγόμενη, ισχυρίζεται  ότι η ενάγουσα δεν επέστρεψε παλέτες αξίας 11.372,06 ευρώ, όπως αυτό αποτυπώνεται στο φορολογικό βιβλίο απογραφής της εναγομένης, σε κατάσταση απογραφής αποθήκης, που είχε παραχωρηθεί από την ενάγουσα στην εναγομένη για την αποθήκευση των εμπορευμάτων της, στην οποία αναφέρονται ο αριθμός τεμαχίων των παλετών και η αξία τους.

Ωστόσο, η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, στις παραπάνω αναφερόμενες καρτέλες δεν αναφέρονται ο αριθμός τεμαχίων των παλετών και η τιμή του κάθε τεμαχίου που αντιστοιχεί σε κάθε τιμολόγιο, καθώς και η προέλευση των εν παλετών, δηλαδή, στα πλαίσια ποιας συμβατικής δραστηριότητας εντάσσονται από ποια μεταφορά ή αποθήκευση. Επιπλέον, σχετικά με την κατάσταση απογραφής δεν αναφέρονται ο χρόνος τέλεσης αυτής και η προέλευση των παλετών καταμετρήθηκαν.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων και όλων των εγγράφων, που νόμιμα προσκομίζονται, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, δυνάμει της από 1.4.2005 σύμβασης έμμισθης παρακαταθήκης και διανομής προϊόντων, ανέλαβε, για χρονικό διάστημα 3 ετών, έναντι αμοιβής, τη φύλαξη εμπορευμάτων της εναγομένης και την περαιτέρω διανομή τους σε πελάτες της τελευταίας. Στα πλαίσια της παραπάνω σύμβασης, για το χρονικό διάστημα, από 31.10.2006 μέχρι 18.4.2007, η ενάγουσα παρείχε στην εναγομένη συμφωνηθείσες υπηρεσίες και εξέδωσε τιμολόγια, συνολικής αξίας 39.257,94 ευρώ.

Ωστόσο, η εναγομένη, έναντι του παραπάνω ποσού έχει καταβάλει, μέχρι την ημέρα συζήτησης της κρινόμενης αγωγής, μόνο το ποσό των 1.107,23 ευρώ και αρνείται να καταβάλει το υπόλοιπο. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως την επίδικη σύμβαση, σύμφωνα με το σχετικό όρο αυτής με τον αριθμό 8. Τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγομένη έγγραφα αφορούν παράπονα προς την ενάγουσα για την πλημμελή παροχή υπηρεσιών, ωστόσο, η εναγομένη δεν αμφισβήτησε και δεν ανταπέδειξε τη μη παροχή των αναφερόμενων υπηρεσιών στα παραπάνω τιμολόγια.

Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, η κρινόμενη αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 38.150,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση και όχι από την 11.9.2007, καθότι δεν αποδείχθηκε σχετική όχληση. Όσον αφορά το αίτημα για κήρυξη της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν προς τούτο εξαιρετικές περιστάσεις, λόγω πιθανής ζημίας από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης και πρέπει να γίνει δεκτό για το ποσό των 12.000 ευρώ. Τέλος, η εναγομένη πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.