ΔΙΠΛΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ.
Υπάρχει ευρέως η λάθος εντύπωση ότι η διπλή ασφάλιση είναι παράνομη.
Όμως το πράγμα δεν είναι ακριβώς έτσι και θα προσπαθήσουμε εδώ να δούμε περιπτώσεις όπου η διπλασφάλιση επιτρέπεται και βέβαια άλλες όπου δεν επιτρέπεται.
Η οπτική μας γωνία θα είναι αυτή της ασφάλισης φορτίων.
Οι αρχές όμως είναι εφαρμόσιμες σε όλα τα πεδία της θαλασσασφαλισης.
Πρώτα, θα δούμε περιπτώσεις όπου η διπλασφάλιση γίνεται για απόλυτα νόμιμους λόγους.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου οι λόγοι αυτοί είναι απολύτως παράνομοι.
Θα δούμε την κάθε μία περίπτωση για να εξετάσουμε τις συνέπειες μιας τέτοιας κάλυψης για Ασφαλισμένους και Ασφαλιστές.
Και τέλος υπάρχει το ερώτημα του τι συμβαίνει όπου ένας ασφαλιστής καλείται να πληρώσει ζημία όπου ισχύει διπλασφάλιση.
Ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του στην νομική και ασφαλιστική αγορά.
Τι είναι συμμετοχή και πως εφαρμόζεται.
Έχοντας υπογραμμίσει τη δομή αυτού του κεφαλαίου πρέπει να δούμε ακριβώς τι σημαίνει «διπλασφάλιση».
Η διπλασφάλιση ορίζεται από την Μ.Ι.Α. (MARINE INSURANCE ACT) ως εξής:
«όπου δυο η περισσότερα συμβόλαια ισχύουν εκ μέρους ή για λογαριασμό του ασφαλισμένου για το ίδιο ταξίδι και ασφαλισμένο συμφέρον ή μέρος τους, και τα ασφαλισμένα ποσά υπερβαίνουν την αποζημίωση που επιτρέπεται εδώ, ο ασφαλισμένος θεωρείται υπερασφαλισμένος με διπλασφαλιση».
Θα δείτε ότι γίνεται αμέσως αντιληπτό, ότι δεν λέει ότι αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει, ή ότι αν συμβεί υπάρχουν ποινές.
Η Μ.Ι.Α. απλά λέει
«ο ασφαλισμένος θεωρείται υπέρ-ασφαλισμένος με διπλασφαλιση».
Ποια, όμως, είναι η επιτρεπόμενη αποζημίωση;
Η Μ.Ι.Α. ορίζει:
«σε ασφάλιση εμπορευμάτων, η ασφαλιζόμενη άξια είναι το αρχικό κόστος της ασφαλισμένης περιουσίας, συν τα έξοδα που αφορούν τους ναύλους και την ασφάλιση όλων αυτών».
Στο Διεθνές Εμπόριο μπορεί να συμβεί, δυο ασφάλειες να αφορούν τον ίδιο κίνδυνο και το ίδιο συμφέρον.
Δικαιούχος είναι το μέρος που έχει το ασφαλιστικό συμφέρον τη στιγμή της σύνταξης του συμβολαίου.
Ελπίζω τα ακόλουθα παραδείγματα να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.
Κατ’ αρχην, περιπτώσεις όπου η διπλασφαλιση γίνεται ακούσια.
Κάθε διεθνές συμβόλαιο πώλησης περιλαμβάνει όρους για κίνδυνους κατά τη μεταφορά των εμπορευμάτων από πωλητή σε αγοραστή.
Ως επί το πλείστον το Διεθνές Εμπόριο διέπεται από τους όρους του Διεθνούς Συμβουλίου Εμπορίου, γνωστούς ως INCOTERMS.
Τα INCOTERMS ορίζουν τις υποχρεώσεις των πωλητών και των αγοραστών στο Διεθνές Εμπόριο, περιλαμβάνουν ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων, και για το ποιο μέρος είναι υπεύθυνο για:
1. την πρόνοια για το μεταφορικό μέσο-σκάφος.
2. έγγραφα εισαγωγής και εξαγωγής.
3. ρυθμίσεις για την ασφάλιση, και
4. το ακριβές σημείο όπου ο κίνδυνος περνά από τον πωλητή στον αγοραστή.
Χωρίς να παραμείνουμε πολύ σε τεχνικές λεπτομέρειες των Incoterms, θα περιγράψουμε σύντομα τους τρεις πιο συχνά συναντώμενους όρους.
Όταν μια πώληση γίνεται με όρους FOB (FREE ON BOARD), ο πωλητής μεταξύ άλλων είναι υπεύθυνος για την παράδοση τον εμπορευμάτων σε συγκεκριμένο λιμάνι, τη συσκευασία και προετοιμασία για φόρτωση στο μεταφορικό μέσο, σε συγκεκριμένη ημερομηνία.
Το μεταφορικό μέσο που θα μεταφέρει τα εμπορεύματα από το λιμάνι ρυθμίζεται από τον αγοραστή.
Αν η πώληση γίνεται Cost and Freight (CFR / C&F), εκτός από τις υποχρεώσεις του κατά τους όρους FOB, ο πωλητής πρέπει να ρυθμίσει και το μεταφορικό μέσο που θα μεταφέρει τα εμπορεύματα σε συμφωνημένο λιμάνι εκφόρτωσης, όπου ο αγοραστής θα έχει κανονίσει την παραλαβή.
Τέλος όταν το συμβόλαιο είναι CIF (ή τα νεώτερα DDU, DDP etc) εκτός των υποχρεώσεων σύμφωνα με το CFR, ο πωλητής ρυθμίζει και την ασφάλιση του ταξιδιού τουλάχιστον ως το σημείο εκφόρτωσης.
ΠΡΟΣΟΧΗ – Το ελάχιστο αντικείμενο της κάλυψης γι’ αυτην την ασφάλιση ορίζεται επίσης από τους Incoterms.
Σύμφωνα με τους CIF όρους το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μεταβιβάζεται από τον πωλητή στον αγοραστή στο σημείο όπου ο κίνδυνος μετακυλύετε σ’ αυτον.
Το πρόβλημα προκύπτει όταν η σύμβαση πώλησης δεν είναι σαφές αν είναι CIF ή CFR.
Αν είναι CFR και ο πωλητής ανέλαβε να ασφαλίσει το φορτίο, πέρα από τη σύμβαση πώλησης;
Επίσης αν είναι FOB πώληση, όπου ο πωλητής συμφώνησε πέρα απ’ την σύμβαση πώλησης, να ρυθμίσει το πλοίο και την ασφάλιση για τον αγοραστή, λειτουργώντας απλά ως πράκτορας του.
Φαντασθείτε: ένας υπάλληλος στο γραφείο του αγοραστή είναι κάτω από μεγάλη πίεση εργασίας και ένα συμβόλαιο πρέπει να ολοκληρωθεί σήμερα.
Δεν μπορεί να έλθει σε επικοινωνία με τον πωλητή, δεν έχει γραπτώς το πλήρες συμβόλαιο, αρκείται σε ένα τέλεξ ή φαξ με λίγες γραμμές του τι θα μεταφερθεί και σχεδόν τίποτε παραπάνω.
Το διεθνές εμπόριο, όπως ξέρουμε, δεν είναι πάντα όσο απλό φαίνεται.
Ταχύτητες πράξεων και εμπορικές πιέσεις πολλές φορές προηγούνται της πρακτικής ασφαλούς εμπορίας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τι πρέπει να κάνει ένας λογικός αγοραστής για να προστατευθεί.
Φυσικά, να ασφαλίσει το φορτίο – πιθανόν με ένα ανοικτό συμβόλαιο – και ίσως να μην ενοχλήσει τον πράκτορα του παρά στο τέλος του μήνα όταν θα δώσει τις φορτώσεις του για να χρεωθούν τα ασφάλιστρα.
Εν τω μεταξύ η φόρτωση γίνεται και τα σχετικά έγγραφα φτάνουν (μερικές φορές αφού φτάσει και εκφορτωθεί το φορτίο) και υπάρχει πιστοποιητικό ασφάλισης.
Ακούσια, το φορτίο έχει διπλασφαλιστεί!!
Πως θα λυθεί αυτό, ιδιαίτερα αν υπήρξε ζημία και πρέπει να ερευνηθεί.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ποιο συμβόλαιο καλύπτει τη φόρτωση.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η ασφάλεια πρέπει να βασιστεί στο πιο ειδικό συμβόλαιο.
Αυτό θα καθοριστεί από τις συνθήκες.
Επιπρόσθετα, αν αποδειχτεί ότι κάποιος underwriter ήταν ουσιαστικά εκτός κίνδυνου, πρέπει να υπάρξει πλήρης επιστροφή ασφάλιστρων.
Στο σενάριο αυτό, υπήρχαν δυο συμβόλαια για το ίδιο ασφαλιστικό συμφέρον.
Στην περίπτωση διπλασφάλισης, ο ασφαλισμένος έχει ένα βαθμό ευελιξίας όσο αφορά το συμβόλαιο όπου θα «περαστεί» η ζημία.
Η Μ.Ι.Α. λέει:
- Ο ασφαλισμένος εκτός αν το συμβόλαιο άλλως ορίζει, μπορεί να απαιτήσει πληρωμή από τους Ασφαλιστές, όπως αυτός νομίζει, αρκεί να μην λάβει πόσον μεγαλύτερο της αποζημίωσης που επιτρέπεται από εδώ.
- όπου το συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο εγείρει απαίτηση ο ασφαλισμένος είναι εκτιμημένο συμβόλαιο (δηλωμένη άξια), ο ασφαλισμένος πρέπει να αφαιρεί κάθε άλλο πόσο που έλαβε από άλλο συμβόλαιο χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η πραγματική άξια του ασφαλισμένου Αντικειμένου.
- Αν το συμβόλαιο δεν είναι εκτιμημένο πρέπει να πιστώνει για κάθε πόσο που έλαβε από άλλο συμβόλαιο, έναντι της πλήρους ασφαλισμένης άξιας.
- Σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος παίρνει πόσο μεγαλύτερο της προβλεπόμενης αποζημίωσης, θεωρείται ότι πήρε αυτό το πόσο ως καταπίστευμα για τους Ασφαλιστές σύμφωνα με το δικαίωμα τους για συμμετοχή.
ΟΙ ΡΗΤΡΕΣ ΑΥΤΕΣ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΚΤΙΜΗΜΕΝΑ (Declared Valued) Η ΜΗ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ.
1. ένα εκτιμημένο συμβόλαιο είναι αυτό που ορίζεται η άξια του αντικειμένου της ασφάλισης και συμφωνείται από Ασφαλιστή και ασφαλισμένο.
2. ένα μη εκτιμημένο συμβόλαιο που δεν ορίζει την άξια του ασφαλισμένου αντικειμένου, αλλά την αφήνει σε συμφωνία που ορίζεται από το συμβόλαιο.
>>>>>> για παράδειγμα, ανοικτά συμβόλαια ή συμβόλαια με δηλώσεις.
Μια άλλη περίπτωση όπου μπορεί να προκύψει διπλασφαλιση, είναι όταν υπάρχει παρερμηνεία των όρων πώλησης.
Ένα απλό fax που λέει «θέλω να αγοράσω-πουλήσω με C&F» (το C&F χρησιμοποιείται ακόμη από πολλούς) και ο πωλητής το διαβάζει ως CIF, και τιμολογεί σ’ αυτή τη βάση.
Ένας υπάλληλος του αγοραστή δεν ελέγχει την τιμολόγηση και δεν αντιλαμβάνεται την αναφορά σε CIF.
Ο πωλητής ρυθμίζει την ασφάλιση του φορτίου μέσω του ανοιχτού συμβολαίου εξαγωγών του.
Ο αγοραστής μέσω του ανοιχτού συμβολαίου εισαγωγών του.
Το αποτέλεσμα: Διπλασφαλιση.
Τι συμβαίνει όταν η διπλασφαλιση γίνεται φανερή.
Όπως στο πρώτο παράδειγμα, θα εφαρμοστεί το πιο «ειδικό» συμβόλαιο, πιθανότατα εδώ του πωλητή αφού εδώ η τιμολόγηση του βασίστηκε σε όρο CIF και υπήρχε σφάλμα στο γραφείο του αγοραστή, αν και αυτό δεν είναι βέβαιο.
Κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερη ανάλογα με τις συνθήκες.
Υπάρχει επίσης το ερώτημα του ποια ασφάλεια, παρέχει την μεγαλύτερη κάλυψη και ποια ακυρώνεται ευκολότερα.
Σημαντική είναι η πιθανότητα να υπάρξει επιστροφή ασφάλιστρων.
Taskis Kalogerakos
Marine Underwriter
also visit:
http://greenwoods.org/ebooks/LIcargo/index.html