Πρόεδρος: Παρέσσα Τσαντεκίδου
Εισηγητής: Εμμανουήλ Βασιλάκης
Δικηγόροι: Πολύχρονης Περιβολάρης, Νικόλαος Μπαρτζής
Θαλάσσια μεταφορά σιταριού από τη Ρωσία στη Χαλκίδα. Εφαρμογή κανόνων Χάγης – Βίσμπυ.
Αδικοπρακτική ευθύνη νομικού προσώπου για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν.
Προϋποθέσεις:
α) Η πράξη ή παράλειψη να μην συνιστά αδικοπραξία αλλά να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις τ ου ΑΚ όπως αυτές των άρθρων 914 και 919 ΑΚ.
β) Πρέπει να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο των άρθρων 65-70 ΑΚ.
γ)Πρέπει η πράξη ή παράλειψη να έγινε κατά την άσκηση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να ευρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου και είναι αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου εάν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του.
δ) Η πράξη ή παράλειψη πρέπει να είναι υπαίτια. Η αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, απαγόρευση του απόπλου του πλοίου, για επί έλαττον παράδοση σιταριού δεν συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά. Η προσαγωγή σε αποσπασματική μετάφραση ενώπιον του Δικαστηρίου, ανυπόγραφου όρου περί υπαγωγής της υποθέσεως οε διαιτησία, δεν συνιστά έγγραφη δικονομική σύμβαση και επομένως δεν παράγει τα σχετικά έννομα αποτελέσματα της αφαίρεσης της διαφοράς από τη δικαιοδοσία των ελληνικών Δικαστηρίων.
Η έννοια του αντικλήτου (πληρεξουσίου Δικηγόρου).
Για να έχει ο πληρεξούσιος Δικηγόρος την έννοια του αντικλήτου πρέπει να έχει διορισθεί ως τέτοιος με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με αυτοτελή δήλωση στη Γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά. Επομένως, την ιδιότητα του αντικλήτου δεν την έχει ο δικηγόρος, ο οποίος διορίζεται οπό τον εντολέα του με σχετική σημείωση σε δικόγραφο ή άλλο έγγραφο που ο ίδιος υπογράφει.
Ενιαύσια παραγραφή.
Με την με αρ. εκθ. κατ. 6643/2008 αγωγή της (εφεξής υπό στοιχείο Α’ αγωγή), η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «L.», την οποία ήγειρε κατά των εφεσίβλητων, ήτοι της εταιρίας με την επωνυμία «Π.Σ. ΑΒΕΕ» και των Ν. και Π.Σ., επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης, εκδηλωθείσα διά των δύο τελευταίων, καταστατικών οργάνων της, συνεπεία της οποίας ζημιώθηκε, ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, υποχρεούνται να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 29.821,34 δολ. ΗΠΑ και να υποχρεωθούν αυτοί (οι εναγόμενοι), ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν για την αποκατάσταση των θετικών και αποθετικών σε βάρος της ζημιών το ισόποσο των 29.821,34 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από το χρόνο επέλευσης της ζημίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, με την με αρ. εκθ. κατ. 7776/2008 αγωγή της (εφεξής υπό στοιχείο Β’ αγωγή), η ήδη εφεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία «Π.Σ. ΑΒΕΕ», την οποία στρέφει κατά της εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία «L.», επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της τελευταίας και επικουρικά αδικοπραξία των προστηθέντων προσώπων, ζητεί να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 13.298 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε τις δυο αγωγές και με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την με αρ. εκθ. κατ. 6643/2008 (υπό στοιχείο Α) αγωγή της εκκαλούσας και έκανε εν μέρει δεκτή την με αρ. εκθ. κατ. 7776/2008 (υπό στοιχείο Β) αγωγή της ήδη εφεσίβλητης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, να γίνει δεκτή η δική της αγωγή και να απορριφθεί η αγωγή της εφεσίβλητης.
Από το συνδυασμό των άρθρων 176 έως 193 ΚΠολΔ και 177 του ν.δ. 3026/1954 «Περί Κώδικος των δικηγόρων» προκύπτει ότι τα δικαστικά έξοδα, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή των δικηγόρων, στην πληρωμή των οποίων καταδικάζεται ο ηττώμενος διάδικος, ανήκουν στο νικήσαντα διάδικο για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε γενικά για τη διεξαγωγή της δίκης και όχι στο δικηγόρο του, τον οποίο οφείλει ν’ αμείψει εξ ιδίων βάσει της μεταξύ αυτών υφισταμένης σχέσεως εντολής (ΑΠ 542/1979 ΝοΒ 27.1588) και, επομένως, δεν μπορεί ο διάδικος να επικαλεσθεί τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, προκειμένου να αξιώσει από τον αντίδικο του την καταβολή των δαπανών στις οποίες προέβη για τη διεξαγωγή της μεταξύ τους δίκης. Συνεπώς, στην περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι η κατάχρηση δικονομικού δικαιώματος επιφέρει την υποχρέωση του διαδίκου να αποζημιώσει τον έτερο των διαδίκων, εάν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ, η ως άνω αποζημίωση δεν περιλαμβάνει και τα δικαστικά και τα εξώδικα έξοδα που προκλήθηκαν στο πλαίσιο των δικών που διεξήχθησαν, γιατί η ως άνω ζημία βρίσκεται έξω από το προστατευτικό πεδίο του νόμου περί αστικής ευθύνης από αδικοπραξία του διαδίκου (πρβλ. Δεληγιάννη – Κορνηλακη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 174) και ρυθμίζεται αυτοτελώς από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας περί καταδίκης στα δικαστικά έξοδα, οι οποίες ρυθμίζουν κατά τρόπο εξαντλητικό τη διαδικασία προσδιορισμού και καταβολής τους. Πολύ δε περισσότερο, δεν υπάρχει έδαφος αποζημιώσεως σε περίπτωση κατά την οποία κατά τη διάρκεια της δίκης υποβλήθηκε αίτημα καταδίκης του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη, στην οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του δικηγόρου, επί της οποίας αποφάνθηκε το Δικαστήριο. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφ’ όσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί, και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της κατά τη διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι οι ακόλουθες:
α) πράξη ή παράλειψη, η οποία δεν συνιστά δικαιοπραξία και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις του ΑΚ, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ,
β) πρέπει να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο των άρθρων 65 έως 70 ΑΚ (καταστατικά όργανα), όπως και εκείνων, των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου και
γ) πρέπει η πράξη ή παράλειψη να έγινε κατά την άσκηση καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει, δηλαδή, να ευρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου, εάν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του ή καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του (ΑΠ 839/2000 ΕλλΔνη 41.1612, ΑΓΙ 1619/1999 ΕλλΔνη 41 429, ΕφΑ0 7018/1998 ΕλλΔνη 40 1139, ΕφΑΘ 3285/1998 ΕλλΔνη 39 1335).
Σε περίπτωση που η πράξη ή παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια, παράγεται υποχρέωση προς αποζημίωση του πράξαντος ή του παραλείψαντος, ευθυνόμενου εις ολόκληρον και του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 1285/1980 ΝοΒ 29. 554). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1047 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση μπορεί να διαταχθεί για απαιτήσεις από αδικοπραξία. Η εξαίρεση, η οποία προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, αναφέρεται στην απαγόρευση προσωπικής κρατήσεως εκπροσώπων ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από αδικοπραξία, τα οποία βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία τα οποία βαρύνουν το ίδιο το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στα πλαίσια των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (ΑΠ 418/2007, ΑΠ 25/2002 ΕλλΔνη 41. 712, ΑΠ 133/2001 ΕλλΔνη 42.699, ΕφΑΘ 2551/2008, ΕφΑΘ 431/2007, ΕφΑΘ 1575/2006 ΕλλΔνη 47. 1471,ΕφΑΘ 5661/2003 ΕλλΔνη 45. 536). Σημειώνεται, ότι η ανωτέρω διάταξη δεν καταργήθηκε με το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ (Κυρωτικός ν. 2462/1997), κατά το οποίο «Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση», αφού η διάταξη αυτή προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλόγως και επί των τελευταίων, διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης (ΑΠ 2184/2007, Αρχ.Νομ 2008.232, ΔΕΕ 2008.702, ΕφΑΘ 153972009 ΕπισκΕμπΔ 2009.543).
Εν προκειμένω με την με αρ. εκθ. κατ. 6643/2008 (υπό στοιχείο Α) αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, εκθέτει ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Ρωσίας πλοίου «S.» και ότι η πρώτη εναγομένη εταιρία, ήταν παραλήπτρια ενός φορτίου 3.225 μετρικών τόνων σιταριού, το οποίο, φορτώθηκε και μεταφέρθηκε με το παραπάνω πλοίο από το λιμάνι Μπερεσλάβσκα της Ρωσίας στο λιμάνι της Χαλκίδας, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή. Την 1η Οκτωβρίου 2007 ολοκληρώθηκε η εκφόρτωσή του και έγινε η τελική μελέτη μέτρησης του βυθίσματος του πλοίου, από την οποία διαπιστώθηκε ότι εκφορτώθηκαν 3.225,309 μετρικοί τόνοι, δηλαδή 2,907 τόνοι επιπλέον. Ότι οι εναγόμενοι παραλήπτες του φορτίου δεν διενήργησαν μελέτη του βυθίσματος του πλοίου και του βάρους του φορτίου, που είναι και ο μοναδικός διεθνώς αποδεκτός τρόπος υπολογισμού των μεταφερομένων δια θαλάσσης χύδην φορτίων και βασιζόμενοι μόνο στα ζυγολόγια του λιμανιού που είχαν καταχωρηθεί στα έγγραφα του τελωνείου, ότι η εκφορτωθείσα ποσότητα σύμφωνα με την γεφυροπλάστιγγα του λιμένος στην οποία και ζυγίζονταν τα φορτηγά που μετέφεραν το φορτίο στον προβλήτα, ήταν 3.169,210 μετρικοί τόνοι, δηλαδή ανέκοπτε έλλειμμα 53,192 τόνων, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς τους είχε αξία 12.186 ευρώ και ότι για το συγκεκριμένο έλλειμμα ευθύνεται το πλοίο, προχώρησαν τελικά από δόλο ή βαρύτατη αμέλεια στην κατάθεση αιτήσεως για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων (συντηρητική κατάσχεση του πλοίου), αν και γνώριζαν ότι η αναφερόμενη στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αξίωσή τους εναντίον της, είναι αβάσιμη και εν γνώσει τους επικαλέστηκαν στο δικόγραφο τους στοιχεία που γνώριζαν ότι δεν απεικονίζουν την πραγματικότητα και τα προσκόμισαν στο Δικαστήριο και ζήτησαν από το Δικαστήριο και έλαβαν προσωρινή διαταγή απαγορεύσεως απόπλου του προαναφερόμενου πλοίου, με αποτέλεσμα εξαιτίας της δεσμεύσεως του εν λόγω περιουσιακού της στοιχείου, να υποστεί αυτή ης θετικές και αποθετικές ζημίες που αναφέρει, ήτοι:
α) 14.328,34 δολ. ΗΠΑ για την διενεργηθείσα από την εταιρία «Ο.Μ.» πραγματογνωμοσύνη,
β) 3.141 δολ. ΗΠΑ για την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της στα πλαίσια της απόκρουσης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων,
γ) 4.152 δολ. ΗΠΑ για την αμοιβή και τα έξοδα του ασφαλιστικού οργανισμού Ρ&I στα πλαίσια παροχής υπηρεσιών για το χειρισμό της προβληθείσας απαίτησης από 1.10.2007 μέχρι 14.3.2008, δ) 7.840 δολ. ΗΠΑ, τα οποία απώλεσε από την μη πραγματοποίηση της προταθείσας ναύλωσης.
Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, υποχρεούνται να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 29.821,34 δολ. ΗΠΑ (14.328,34 + 3.141 + 4.152 + 7.280) και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν για την αποκατάσταση των θετικών και αποθετικών σε βάρος της ζημιών το ισόποσο των 29.821,34 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από το χρόνο επέλευσης της ζημίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζητεί να απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων προσωπική κράτηση ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η ανωτέρω υπό στοιχείο Α’ αγωγή, η οποία κρίθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, δεν είναι νόμιμη ως προς το κονδύλιο υπό στοιχείο β’, που αφορά την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας στα πλαίσια της απόκρουσης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ο δε περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά, και κατά το μέρος που η εκκαλούμενη προσβάλλεται και κατά τα κεφάλαια που έχει μεταβιβαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 522 ΚΠολΔ) και ειδικότερα κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, σχετικά με την ευθύνη του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων και ως μη νόμιμη ως προς το αίτημα για απαγγελία προσωπικής κράτησης εις βάρος τους, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71,297, 298, 299, 914 επόμ. Κ και 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι αναφέρεται σ’ αυτήν ότι η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνιστά το αδίκημα της απάτης στο Δικαστήριο διαπράχθηκε από το δεύτερο και τρίτο των εναγομένων κατά την άσκηση καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και από την αδικοπραξία των οργάνων αυτών ευθύνεται και η πρώτη, η δε προσωπική κράτηση αυτών μπορεί να διαταχθεί, εξαιτίας της αδικοπραξίας που φέρεται ότι διέπραξαν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων έσφαλε, σύμφωνα με το βάσιμο τέταρτο λόγο της έφεσης και πρέπει κατά το μέρος αυτό να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη και να εξεταστεί κατ’ ουσίαν η αγωγή και ως προς το δεύτερο και τρίτο των εναγομένων.
Με το ν. 2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924 «για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές», όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 23.2.1968 και της 21.12.1979 [Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ] και συνεπώς οι κανόνες της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται στην Ελλάδα από την 23.6.1993:
α)για όλες τις θαλάσσιες μεταφορές που εκτελούνται με φορτωτική και τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης ανήκουν σε διαφορετικά κράτη και
β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμανιών είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (άρθρο 2 παρ. 1 και 3 παρ. 1 του ν. 2107/1992, βλ. I. Κοροτζή, Με ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα σύμφωνα με τους κανόνες Χάγης – Βίσμπυ» έκδ. 1994 σελ. 13, Α. Κιάντου – Παμπούκη, ΕΝΔ 1987.290, ΕφΠειρ 543/2003 ΕΝΔ 31.437).
Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1,5 εδ. β’ της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως η παρ. 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23.2.1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών, σαφώς συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται για τη βλάβη ή την απώλεια των πραγμάτων που μεταφέρει. Οι διατάξεις 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα με την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου ο τελευταίος έχει το βάρος απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η ευθύνη αυτή υφίσταται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 135 ΚΙΝΔ, έναντι οποιουδήποτε προσώπου που έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, υπό την έννοια ότι είναι φορέας δικαιώματος που απορρέει από τη Σύμβαση και μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημιώνεται άμεσα από την απώλεια ή βλάβη τούτου, τέτοια πρόσωπα μπορεί να είναι ο φορτωτής, ο παραλήπτης που είναι συνήθως και νόμιμος κομιστής της φορτωτικής, ο ασφαλιστής του φορτίου που κατέβαλε την ζημία του ασφαλιζομένου του και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού από το νόμο ή με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης και ο επί του φορτίου ενεχυρούχος δανειστής ή εκδοχεύς των δικαιωμάτων του παραλήπτη (ΕφΓΙειρ 407/2007). Επίσης με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. 4 της ως άνω ΔΣ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 23.1.1968, ορίζεται ότι ο μεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσεται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός έτους από την παράδοση τους ή από την ημερομηνία που αυτά έπρεπε να έχουν παραδοθεί. Με την παραπάνω διάταξη καθιερώνεται ετήσια παραγραφή του δικαιώματος του παραλήπτη για αποζημίωση του απολεσθέντος ή βλαβέντος φορτίου. Η παραγραφή αυτή αρχίζει από την παραλαβή ή την παράδοση των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί και ισχύει ενιαίος, τόσο επί συμβατικής όσο και επί εξωσυμβατικής ευθύνης του θαλασσίου μεταφορέα, όχι μόνο για την απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων, αλλά και για τις λοιπές αξιώσεις του ενδιαφερομένου ως προς το φορτίο κατά του ως άνω μεταφορέα. Η εν λόγω παραγραφή διακόπτεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 261 και 270 εδ. α’ ΑΚ με την έγερση αγωγής και αρχίζει εκ νέου από ην τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου (ΑΠ 1657/2008 ΔΕΕ 2009.89, ΑΠ 1794/2008 Νόμος, ΕφΠειρ 681/2005 ΕΝ Α 33.327, ΕφΠειρ 672/2005 ΕΝΔ 33.423). Περαιτέρω, κατά την σαφή έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1,142 παρ. 1,2, 143 παρ. 1,2 του ΚΠ<ΛΑ, η ιδιότητα του αντικλήτου, προς τον οποίο δύναται να γίνονται οι επιδόσεις, αποκτάται, εφ’ όσον πρόκειται περί δικηγόρου, είτε με το διορισμό του ως πληρεξουσίου με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε με αυτοτελή δήλωση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου της κατοικίας του δηλούντος ή της πρωτεύουσας προκειμένου περί κατοίκου εξωτερικού, στη δήλωση δε αυτή αναφέρεται με ακρίβεια η διεύθυνση της κατοικίας ή του γραφείου του αντικλήτου (βλ.ΑΠ 1077/1983,ΕΕ.Ν. 51-460, ΕφΑθ 10096/1980, ΕΜνη 24.481). Εξάλλου, ο δικηγόρος που παραστάθηκε για τον εναγόμενο κατά τη συζήτηση της αγωγής, δεν είναι, για το λόγο αυτό αντίκλητος. Η μνεία στην απόφαση ότι ο εναγόμενος παραστάθηκε δια του δικηγόρου αυτού, έχει απλώς την έννοια, ότι εκπροσωπήθηκε απ’ αυτόν στη δίκη, όχι όμως αναγκαία ότι δόθηκε σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα με κάποιο νόμιμο τρόπο, εκτός αν και αυτό βεβαιώνεται στο κύριο σώμα της απόφασης (βλ. ΑΠ 1241/1990 ΕλλΔνη 33.797, ΑΠ 1100/1979 ΜοΒ 28.508, ΑΠ 290/1976 ΝοΒ 24.801, ΕφΠειρ 894/1994 ΕλλΑνη 36 . 649). Τέλος, η ιδιότητα κάποιου ως αντικλήτου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Επομένως, ο επικαλούμενος επίδοση σε αντίκλητο του διαδίκου φέρει το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως της ιδιότητας του, ενώ η επίδοση προς πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα του αντικλήτου είναι ανυπόστατη (ΑΠ 1008/2006, ΝοΒ 55.884, ΕφΠειρ 92/2008 ΙΙειρ Νομ. 2008.80).
Από την προσήκουσα εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και όλων των εγγράφων που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ δε αυτών και εκείνων που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στην Κηφισιά Αττικής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Π.Σ. ΑΒΕΕ» (α’ εναγομένη στην υπό στοιχεία Α’ αγωγή – ενάγουσα στην υπό στοιχεία Β’ αγωγή) στις 11 Σεπτεμβρίου έτους 2007 αγόρασε από την εταιρία με την επωνυμία «VA», που εδρεύει στη Ρωσία, 3.222,402 μετρικούς τόνους ρωσικό σιτάρι χύδην, αντί τιμήματος 215 ευρώ ανά μετρικό τόνο, εκδοθέντος του υπ’ αριθμ. Α07-6920/11.9.2007 τιμολογίου. Το ως άνω εμπόρευμα ανέλαβε να μεταφέρει στο λιμάνι της Χαλκίδας από το λιμάνι Μπερεσλαβκα της Ρωσίας η εδρεύουσα στη Ρωσία πλοιοκτήτρια εταιρία με την επωνυμία «L.» (ενάγουσα – εναγομένη, αντίστοιχα, στις υπό στοιχεία Α’ και Β’ αγωγές), με το υπό σημαία Ρωσίας πλοίο της «S.», και συνεπώς ο ισχυρισμός αυτής περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως στο πρόσωπο της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθώς και ο συναφής περί τούτου δεύτερος λόγος της έφεσης. Προς το σκοπό αυτό και σε εκτέλεση σύμβασης μεταφοράς, που συνήφθη μεταξύ της παραπάνω πλοιοκτήτριας εταιρίας και της εταιρίας «LL» (φορτώτρια), που εδρεύει Ροστόφ της Ρωσίας, άρχισε στις 5.9.2007 και ολοκληρώθηκε στις 7.9.2007, η φόρτωση στο ανωτέρω πλοίο και συγκεκριμένα και στα τέσσερα αμπάρια αυτού με αριθμούς 1, 2, 3 και 4, της ως άνω αγορασθείσας ποσότητας των 3.222,402 μετρικών τόνων σιταριού χύδην, εξεδόθη δε από τον πλοίαρχο του πλοίου η από 7.9.2007 καθαρή φορτωτική εις διαταγήν, η οποία στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στην αγοράστρια (παραλήπτρια) εταιρία «Π.Σ. ΑΒΕΕ» (ενάγουσα – εναγομένη, αντίστοιχα, στις υπό στοιχεία Β’ και Α’ αγωγές) διά οπισθογραφήσεως. Από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τους διαδίκους σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα από 7.9.2007 φορτωτική εις διαταγήν προκύπτει, ότι επί του σώματος αυτής και δη στους όρους μεταφοράς που αναγράφονται στην οπίσθια όψη της είναι διατυπωμένη ρήτρα περί διαιτησίας με παραπομπή στους όρους ναυλοσύμφωνου, και συγκεκριμένα ορίζεται ότι «Όλοι οι όροι, οι συμφωνίες, οι ελευθερίες και οι εξαιρέσεις του ναυλοσυμφώνου με την ανωτέρω ημερομηνία, συμπεριλαμβανομένων των όρων διαιτησίας, ενσωματώνονται στην παρούσα φορτωτική». Η φορτωτική αυτή αναγράφει ως ημερομηνία ναυλοσυμφώνου την 27.8.2007. Το ναυλοσύμφωνο αυτό δεν προσκομίστηκε από την εναγομένη, αλλά αντ’ αυτού προσκομίστηκε με επίκληση σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα η μεταγενέστερη με ημερομηνία 29.8.2007 ανυπόγραφη
εγγραφή σύνοψη τελικών όρων ναύλωσης, όπου αναφέρεται όρος περί διαιτησίας (Γενική Διαιτησία Λονδίνου, άρθρο 74 Υ/Α όπως τροποποιήθηκε το 1990 ΙΜΑΑ ΤΕΡΜ5). Η ανυπόγραφη, όμως, αυτή σύνοψη όρων ναύλωσης, στην οποία αναφέρεται και ο όρος περί διαιτησίας, δεν συνιστά την απαιτούμενη έγγραφη δικονομική σύμβαση, το κύρος της οποίας κρίνεται κατά το δίκαιο της πολιτείας του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ανέκυψε το ζήτημα (lex fori), δηλαδή του Ελληνικού και ειδικότερα κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 42 και 43 ΚΠολΔ, προκειμένου να αφαιρεθεί η διαφορά από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (πρβλ ΕφΠειρ 428/2009 ΕΝΔ 2009.401). Συνεχώς, δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη, ως περιλαμβανομένη στους εντύπους όρους της ανωτέρω φορτωτικής σχετική συμφωνία περί υπαγωγής των εξ αυτής διαφορών στην αλλοδαπή διαιτησία με παραπομπή στους όρους του με ημερομηνία 27.8.2007 ναυλοσύμφωνου και εντεύθεν απορριπτέα κρίνεται η σχετική ένσταση της εναγομένης περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και περί υπαγωγής της εν προκειμένω διαφοράς στην διαιτησία του Λονδίνου. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση έστω και με εν μέρει άλλη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αντικατασταθεί με την ως άνω, δεν έσφαλε και, συνεπώς, απορριπτέος κρίνεται ο πρώτος λόγος της έφεσης.
Το ως άνω πλοίο αναχώρησε από η Ρωσία στις 10.9.2007 και κατέπλευσε στο λιμάνι της Χαλκίδας, χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς, στις 25.9.2007 στις 07:00. Στις 09:15 της ίδιας ημέρας έγινε πλαγιοδέτηση του πλοίου και στις 11:30 άρχισε η εκφόρτωση του εμπορεύματος, η οποία ολοκληρώθηκε την 1.10.2007 στις 14:30. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης διαπιστώθηκε, ότι εκφορτώθηκαν 3.169,210 μετρικοί τόνοι σιταριού αντί 3.222,402 μετρικών τόνων, που είχαν φορτωθεί στο πλοίο και, συνεπώς, υφίστατο έλλειμμα 53,192 μετρικών τόνων, όπως προκύπτει από τη διασάφηση του Τελωνείου Χαλκίδας σε συνδυασμό με την από 25.9.2007 άδεια εκφόρτωσης του Τελωνείου Χαλκίδας. Κατά τη διαδικασία της εκφόρτωσης, τα φορτηγά αυτοκίνητα, τα οποία μετέφεραν το φορτίο από το πλοίο, διέρχονταν από τη γεφυροπλάστιγγα του λιμένος Χαλκίδας δύο φορές. Την πρώτη φορά, το κάθε φορτηγό αυτοκίνητο ανέβαινε στην πλάστιγγα, καταγραφόταν ο αριθμός του και το απόβαρό του και ακολούθως μετέβαινε για να φορτώσει (1η ζύγιση). Τη δεύτερη φορά, το κάθε φορτηγό αυτοκίνητο επέστρεφε στη γεφυροπλάστιγγα φορτωμένο, και καταγραφόταν το μικτό βάρος του (2η ζύγιση). Μετά την ολοκλήρωση και της 2ης ζύγισης εκδιδόταν από την Υπηρεσία Γεφυροπλάστιγγας του Λιμενικού Ταμείου Χαλκίδας το σχετικό ζυγολόγιο, στο οποίο αποτυπωνόταν η ημερομηνία και η ώρα της 1ης και 2ης ζύγισης, ο αριθμός του αυτοκινήτου, το μικτό βάρος, το απόβαρο και το καθαρό βάρος του αυτοκινήτου. Με τον τρόπο αυτό έγινε η εκφόρτωση του φορτίου και σύμφωνα με τα εκδοθέντα ζυγολόγια και την διασάφηση του Τελωνείου εκφορτώθηκαν 3.169,210 μετρικοί τόνοι σιταριού αντί 3.222,402 μετρικών τόνων, που είχαν φορτωθεί στο πλοίο. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η αγοράστρια (παραλήπτρια) εταιρία του ως άνω φορτίου «Π.Σ. ΑΒΕΕ»,
αμέσως μόλις ενημερώθηκε για την διαπίστωση του παραπάνω ελλείμματος, όπως αυτό προέκυψε από τη ζυγομέτρηση στη Γεφυροπλάστιγγα του λιμένος Χαλκίδας, απευθύνθηκε στην πλοιοκτήτρια εταιρία, αιτούμενη την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας, που προέκυπτε από το έλλειμμα του φορτίου. Μετά την άρνηση της πλοιοκτήτριας εταιρίας να αποκαταστήσει τη ζημία της αγοράστριας (παραλήπτριας) εταιρίας, η τελευταία κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας την από 1.10.2007 (αρ. εκθ. κατάθ. 2448/2007) αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων (συντηρητική κατάσχεση πλοίου), όπου με αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής ζήτησε την απαγόρευση απόπλου του πλοίου. Επί του τελευταίου αιτήματος εκδόθηκε προσωρινή διαταγή περί εγγυοδοσίας, ποσού 15.000 ευρώ, καταβλητέας μέχρι 2.10.2007, προκειμένου να επιτραπεί ο απόπλους του πλοίου, ενώ επί της ως άνω αιτήσεως, αφού πιθανολογήθηκε η απαίτηση της αιτούσας από την ως άνω αιτία, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 518/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της πλοιοκτήτριας εταιρίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η απαίτηση της αγοράστριας (παραλήπτριας) εταιρίας μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ, η οποία θα μπορούσε να ματαιωθεί ή να αντικατασταθεί (σε περίπτωση επιβολής της) με την κατάθεση ίσης προς το ως άνω ποσό εγγυητικής επιστολής. Τελικά, ο απόπλους του πλοίου επετράπη δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2391/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, περί μεταρρύθμισης προσωρινής διαταγής, στις 4.10.2007 (ημέρα καταβολής εγγυοδοσίας). Η ως άνω συμπεριφορά που επέδειξε η αγοράστρια (παραλήπτρια) εταιρία (α’ εναγομένη – ενάγουσα, αντίστοιχα, στις υπό στοιχεία Α’ και Β’ αγωγές) και τα καταστατικά της όργανα έναντι της αντιδίκου τους δεν δύναται κατά την κρίση του Δικαστηρίου να θεωρηθεί ότι απέβλεπε στο να τη ζημιώσει. Και τούτο γιατί από τα ζυγολόγια που εκδόθηκαν από το Λιμενικό Ταμείο Χαλκίδας, τη διασάφηση του Τελωνείου Χαλκίδας σε συνδυασμό με την από 25.9.2007 άδεια εκφόρτωσης του Τελωνείου Χαλκίδας, προέκυπτε σαφώς ότι εκφορτώθηκαν 3.169,210 μετρικοί τόνοι σιταριού αντί 3.222,402 μετρικών τόνων, που είχαν φορτωθεί στο πλοίο, και συνεπώς υφίστατο έλλειμμα 53,192 μετρικών τόνων.
Τα στοιχεία αυτά, που προέρχονταν από δημόσιες αρχές, χρησιμοποίησε δικαιολογημένα η αγοράστρια (παραλήπτρια) εταιρία και οι καταστατικοί της εκπρόσωποι ως αποδεικτικά μέσα για την πιθανολόγηση της απαίτησής της, κατά την διαδικασία λήψης των ως άνω ασφαλιστικών μέτρων, και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για χρήση απατηλών μέσων, με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Επομένως, δεν μπορεί να τους καταλογιστεί δόλος για το γεγονός ότι δεν πείσθηκαν για την ποσότητα μεταφερθείσας του σίτου από τον υπολογισμό της ποσότητας στον οποίο προέβη η πλοιοκτήτρια με την μέθοδο της μελέτη μέτρησης του βυθίσματος του πλοίου, από την οποία προέκυψε ότι εκφορτώθηκαν 3.225,309 μερικοί τόνοι, δηλαδή 2,907 τόνοι επιπλέον. Η επιλογή άσκησης του παραπάνω δικονομικού δικαιώματος (αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων και έκδοσης προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου) δεν έγινε με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη βλάβη της πλοιοκτήτριας εταιρίας ή τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους στην αγοράστρια (παραλήπτρια) εταιρία, αλλά στην προάσπιση των ουσιαστικών δικαιωμάτων της τελευταίας. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν αποδείχθηκε υπαίτια, παράνομη, δόλια και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, η οποία εκδηλώθηκε διά των καταστατικών της οργάνων δεύτερου και τρίτου των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, η υπό στοιχεία Α’ αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, τόσο ως προς την πρώτη εναγομένη, όπως ορθά έκρινε η εκκαλούμενη, απορριπτόμενης της έφεσης κατά το μέρος αυτό, όσο και ως προς τους δύο τελευταίους εναγομένους, για τους οποίους η εκκαλούμενη έκρινε την αγωγή ως αόριστη και μη νόμιμη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε έχει εξαφανιστεί ήδη, κατά το μέρος αυτό, γενομένης δεκτής της έφεσης κατά το μέρος τούτο. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού, όσον αφορά την πρώτη εναγομένη πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας, ενώ όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτο πρέπει να επιβληθούν επίσης εις βάρος της εκκαλούσας, αλλά αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 180 και 183 ΚΠολΔ). Επειδή όμως πρόκειται περί περισσοτέρων ομοδίκων και όλοι παρέστησαν με κοινό δικηγόρο θα επιβληθούν ενιαίως (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ υπό άρθρο 18Θ αρ. 3).
Περαιτέρω, ως προς την υπό στοιχείο Β’ αγωγή πρέπει να αναφερθούν τα παρακάτω:
Όπως εκτίθεται στη μείζονα σκέψη, το δικαίωμα της παραλήπτριας ενάγουσας για αποζημίωση του απολεσθέντος φορτίου υπόκειται σε ετήσια παραγραφή, η οποία αρχίζει από την παραλαβή ή την παράδοση των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί και διακόπτεται με την έγερση της αγωγής. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι η εκφόρτωση του εμπορεύματος και επομένως η παραλαβή του ολοκληρώθηκε τη 1.10.2007.
Συνεπώς από την επομένη άρχισε η ετήσια παραγραφή. Η υπό κρίση υπό στοιχείο Β’ αγωγή αποζημίωσης επιδόθηκε στις 9.9.2008 στον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης πλοιοκτήτριας και όχι στην ίδια. Η επίδοση αυτή στον πληρεξούσιο δικηγόρο είναι ανυπόστατη, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτός είχε και την ιδιότητα του αντικλήτου. Η ενάγουσα που έχει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της ιδιότητας του πληρεξουσίου δικηγόρου, ως αντικλήτου της εναγομένης ουδέν επικαλείται περί αυτής αν και (η εναγομένη) αμφισβήτησε πρωτοδίκως την ιδιότητα του πληρεξουσίου της ως αντικλήτου. Δεν επικαλείται ειδικότερα η ενάγουσα, ότι ο εν λόγω δικηγόρος έχει διοριστεί ως πληρεξούσιος της εναγομένης με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, είτε με αυτοτελή δήλωση στη γραμματεία του I Πρωτοδικείου των Αθηνών, δοθέντος ότι αυτή έχει την έδρα της στο εξωτερικό. Άλλωστε σε όλες τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της αντιδικίας των διαδίκων η εναγομένη «L.» εκπροσωπήθηκε «διά» του πληρεξουσίου της δικηγόρου και ουδαμού προκύπτει ότι αυτός έλαβε τη σχετική πληρεξουσιότητα κατά κάποιο από τους στο άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ καθοριζόμενους τρόπους, και συγκεκριμένα χωρίς να αναφέρεται ότι υπέβαλε αυτός προς το Δικαστήριο αντίγραφο συμβολαιογραφικού εγγράφου που νομιμοποιεί αυτόν ως πληρεξούσιο. Το γεγονός ότι στην υπό στοιχείο Α’ αγωγή αναγράφεται ότι η εκεί ενάγουσα και εναγόμενη στην εν προκειμένω ερευνώμενη Β’ αγωγή διορίζει αντίκλητο της τον υπογράφοντα εκείνη την αγωγή, που είναι ο ίδιος δικηγόρος στον οποίο επιδόθηκε η υπό κρίση υπό στοιχείο Β’ αγωγή, δεν του προσδίδει και την ιδιότητα του αντικλήτου για τις επιδόσεις στη δίκη που αφορά η υπό στοιχείο Β’ αγωγή. Η αναφορά περί του διορισμού του πληρεξουσίου ως αντικλήτου στην υπό στοιχείο Α’ αγωγή, ανεξαρτήτως της νομιμότητας ή μη του διορισμού αυτού σύμφωνα με τα προλεχθέντα, αφορά τη δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση της αγωγής εκείνης και όχι αυτής που ανοίχθηκε με την άσκηση της Β’ αγωγής. Επομένως, αφού δεν απέκτησε την ιδιότητα του αντικλήτου ο πληρεξούσιος δικηγόρος στον οποίο επιδόθηκε η αγωγή, η επίδοση αυτής είναι ανυπόστατη με συνέπεια να μην επιφέρει την διακοπή της ετήσιας παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας για καταβολή της αποζημίωσης από την επίδικη μεταφορά. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα αντίθετα και απέρριψε την προβληθείσα ένσταση παραγραφής εκ μέρους της εναγομένης, έσφαλε και πρέπει, δεκτού γενομένου του σχετικού τρίτου λόγου της έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση και για το λόγο αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη και κατά το μέρος αυτό, να κρατηθεί η υπό στοιχείο Β’ αγωγή να δικαστεί και να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, λόγω της παραγραφής της αξίωσης.