Διάκριση παραγγελιοδόχου μεταφοράς από ναυτικό πράκτορα.

Εφετείο Πειραιώς 1/2010

Θαλάσσια Μεταφορά. Ασφαλιστική υποκατάσταση.

Έμμεσος – άμεσος αντιπρόσωπος

II σημασία των λέξεων «Ναυτικά Πρακτορεία Α.Ε.» στην επωνυμία του αναμειχθέντος προσώπου. Η έννοια των λέξεων «clean on board as declared by shipper» επί της θαλάσσιας φορτωτικής. Το Δικαστήριο απέρριψε τηv αγωγή κατά του πράκτορα, ο οποίος ενήχθη ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς και την έκανε δεκτή ως προς το θαλάσσιο μεταφορέα.

Η ενάγουσα και τώρα εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία στην από 12.4.2007 και υπ’ αύξ. Αρ.κατάθ. 3368/13.4.2007 αγωγή ης, την οποία απηύθυνε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, εξέθεσε τα ακόλουθα:

Ότι η ημεδαπή εταιρία με την επωνυμία «Α. Α.Ε.» και έδρα στη Σπάρτη Λακωνίας, που ασκεί εμπόριο ελαιολάδου, πώλησε στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «C. LTD» και έδρα το Πεκίνο της Κίνας 72.576 φιάλες και 8.064 δοχεία ελαιολάδου, τα οποία σκευάστηκαν επιμελώς από την ως άνω πωλήτρια εταιρία σε 8.064 κιβώτια μικτού βάρους 94.324,32 Kg και καθαρού βάρους 76.768,12 Kg και ότι για την πώληση αυτή εκδόθηκε το υπ’ Αρ.6/15.2.2006 τιμολόγιο πώλησης. Ότι για τη μεταφορά των ανωτέρω εμπορευμάτων από την Ελλάδα στο Πεκίνο η πωλήτρια εταιρία κατάρτισε σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς με την πρώτη εναγομένη ημεδαπή εταιρία με την επωνυμία «V. Α.Ε.» και έδρα στον Πειραιά, δυνάμει της οποίας (σύμβασης) η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να εξεύρει θαλάσσιο μεταφορέα για την εκτέλεση της εν λόγω μεταφοράς και ότι ακολούθως η πρώτη εναγομένη συνήψε με τη δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «Η. CO. LTD» και έδρα στη Σεούλ Νότιας Κορέας σύμβαση μεταφοράς στο όνομά της αλλά για λογαριασμό της πωλήτριας εταιρίας, δυνάμει της οποίας ανέλαβε η δεύτερη εναγομένη ως θαλάσσιος μεταφορέας τη μεταφορά δια θαλάσσης από το λιμάνι του Πειραιά στο λιμάνι της πόλης Xingang της Κίνας των ως άνω εμπορευμάτων και από εκεί στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας εταιρίας στο Πεκίνο με ενδιάμεσες μεταφορτώσεις στα λιμάνια Port Said της Αιγύπτου και Klang της Μαλαισίας. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης μεταφοράς, την 15.2. 2006, τα ανωτέρω εμπορεύματα παραδόθηκαν από την πωλήτρια/ φορτώτρια εταιρία σε άριστη κατάσταση και κατάλληλα συσκευασμένα στην εκναυλώτρια/μεταφορέα δεύτερη εναγομένη και φορτώθηκαν από προστηθέντες αυτής αυθημερόν στο πλοίο «Τ.» V.0010E στοιβαγμένα σε τέσσερα (4) εμπορευματοκιβώτια ιδιοκτησίας της. Ότι με τη φόρτωση των εμπορευμάτων εκδόθηκε η υπ’ Αρ.HJSCPlRE 27503/15.2.2006 «καθαρή» φορτωτική με αποστολέα την πωλήτρια εταιρία και εις διαταγή της (σημ. ουδείς των, διαδίκων ισχυρίζεται ρητώς την περαιτέρω μεταβίβαση της φορτωτικής αυτής) και παραλήπτρια την αγοράστρια εταιρία, η οποία αναφέρεται στη φορτωτική και ως πρόσωπο που πρέπει να ειδοποιηθεί κατά την άφιξη. Ότι τα ανωτέρω εμπορευματοκιβώτια εκφορτώθηκαν και μεταφορτώθηκαν από προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης στα λιμάνια Port Said της Αιγύπτου και Klang της Μαλαισίας στα πλοία «Η.Ι.V.W.» Ότι κατά την εκφόρτωση των εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Xingang Κίνας από προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης διαπιστώθηκε ότι σε δύο (2) από αυτά έσταζαν λάδια. Ότι την 29.4.2006 μεταφέρθηκαν τα εμπορευματοκιβώτια στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας εταιρίας στο Πεκίνο, όπου διαπιστώθηκε με την παρουσία πραγματογνωμόνων της δεύτερης εναγομένης και της παραλήπτριας εταιρίας ότι 46.992 φιάλες ελαιολάδου και 64 δοχεία ελαιολάδου είχαν υποστεί ζημίες και είχαν καταστεί μη εμπορεύσιμα. Ότι η πωλήτρια εταιρία, με κίνδυνο της οποίας ταξίδευαν τα εμπορεύματα, είχε καταρτίσει με αυτήν (ενάγουσα) σύμβαση ασφάλισής τους και είχε εκδοθεί προς τούτο το υπ’ Αρ.-10435415 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου ασφαλίστηκε το ως άνω φορτίο έναντι όλων των κινδύνων της μεταφοράς του από το λιμάνι του Πειραιά μέχρι το λιμάνι του Xingang Κίνας σύμφωνα με τη ρήτρα Institute Cargo Clauses Α και μέχρι το ποσό των 141.837,70 ευρώ. Ότι, επειδή επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος και σε εκτέλεση της σύμβασης ασφάλισης, κατέβαλε (η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία) την 7.6.2006 στην πωλήτρια – ναυλώτρια/φορτώτρια εταιρία το ανερχόμενο σε 70.349,76 ευρώ ασφάλισμα πλέον ποσού 7.034,98 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 10ο/ο επί της συνηθισμένης αξίας των ζημιωθέντων εμπορευμάτων για έξοδα ναύλου και κομίστρων της μεταφοράς, μείον 200 ευρώ της απαλλαγής και συνολικά κατέβαλε το ποσό των 77.184,74 ευρώ. Ότι με την καταβολή αυτή αποκαταστάθηκε (η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία) στα δικαιώματα της ως άνω ασφαλισμένης της αφενός μεν ex lege και αφετέρου λόγω συμβατικής εκχώρησης των απαιτήσεων της ασφαλισμένης σ’ αυτήν, που συμφωνήθηκε στην εξοφλητική απόδειξη, η οποία αναγγέλλεται στις εναγόμενες με το ένδικο αγωγικό δικόγραφο. Ότι οι εναγόμενες ενέχονται σε καταβολή του άνω ποσού των 77.184,74 ευρώ με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς η πρώτη και ως θαλάσσιος μεταφορέας η δεύτερη. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά η ενάγουσα ζήτησε με την αγωγή της να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλλουν σ’ αυτήν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο η καθεμία, το ποσό των 77.184,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατ’ άρθρο 111 ΕισΝΑΚ από 29.4.2006, οπότε το χρέος τους κατέστη απαιτητό, άλλως από την 7.6.2006, όταν, λόγω της καταβολής του ασφαλίσματος στη δικαιούχο εταιρία και της από το νόμο υποκατάστασης στα δικαιώματά της και της εκχώρησης, έγινε απαιτητή η ανωτέρω αξίωση αυτής (ενάγουσας), άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχθηκε την αγωγή ως καθ’ ολοκληρίαν ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρο η καθεμία, στην ενάγουσα το ποσό των 77.184,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενες με τους λόγους της κρινόμενης έφεσής τους, που συνιστούν παράπονα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή και να απορριφθεί.

Εκτός από τα βασικά πρόσωπα τα οποία μετέχουν στη σύμβαση μεταφοράς, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον αγωγιάτη ή μεταφορέα και τον παραλήπτη, μπορεί να παρεμβληθεί και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από το μεταφορέα κατά το ότι ο τελευταίος διενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, ενώ ο παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει τη μέριμνα απέναντι στο φορτωτή ή στον παραλήπτη να εξεύρει μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει ο ίδιος τη σύμβαση μεταφοράς στο δικό του όνομα, αλλά πάντοτε για λογαριασμό του παραγγελέα.

Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για τους ίδιους λόγους που ο ευθύνεται και ο μεταφορέας, ως εγγυητής των πράξεων του μεταφορέα ή του μεσολαβούντος άλλου παραγγελιοδόχου μεταφοράς, κατά τα άρθρα 96-98 ΕμπΝ, επομένως και για απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων. Η ρύθμιση αυτή του ΕμπΝ έχει ανάλογη εφαρμογή και στη θαλάσσια μεταφορά, ενόψει του ότι οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση και της Σύμβασης Χάγης – Βίσμπυ δεν περιέχουν διατάξεις για τους παραγγελιοδόχους που μεσολαβούν στη ναύλωση ή τη θαλάσσια μεταφορά. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις για την αντιπροσωπεία του άρθρου 211 ΑΚ που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, ενόψει της ανυπαρξίας ειδικών διατάξεων στον ΕμπΝ, δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου.

Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου είτε συνάγεται από τις περιστάσεις είτε έγινε στο όνομά του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο ναυτικός πράκτορας, ο οποίος ως εντεταλμένος στη διοίκηση κάποιου κλάδου των υποθέσεων του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή που διενεργεί θαλάσσιες μεταφορές, ή του φορτωτή ή του παραλήπτη, έχει την ιδιότητα του αντιπροσώπου, δηλαδή του καθολικού εντολοδόχου των τελευταίων τούτων προσώπων, συνάπτοντας με την ιδιότητά του αυτή συμβάσεις ναύλωσης ή θαλάσσιας μεταφοράς με τρίτα πρόσωπα (τον πλοιοκτήτη αν είναι εντολοδόχος του φορτωτή ή τον φορτωτή αν είναι εντολοδόχος του παραλήπτη) ή εκδίδοντας ως εντολοδόχος του πλοιάρχου τη θαλάσσια φορτωτική, όταν πρόκειται για θαλάσσια μεταφορά ή άλλο αποδεικτικό έγγραφο της φόρτωσης των πραγμάτων στο πλοίο κατά τα άρθρα 108 και 168 επ. ΚΙΝΔ. Από τις συμβάσεις αυτές δεν δημιουργούνται ίδια δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις σε βάρος του, διότι από τη δραστηριότητά του αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται, σύμφωνα με τη διάταξη που προεκτέθηκε, μόνο υπέρ και κατά αυτού που αντιπροσωπεύει, πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, φορτωτή ή παραλήπτη. Κριτήριο της διάκρισης μεταξύ της σύμβασης παραγγελίας και της σύμβασης πρακτορείας αποτελεί το αν ο ενδιάμεσα συναλλασσόμενος με το μεταφορέα ενεργεί στο όνομά του ή στο όνομα του παραγγελέα. Τούτο, διότι ο παραγγελιοδόχος, δικαιοπρακτώντας προς τα έξω με το όνομά του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα του, διακρίνεται από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, το μεσίτη και τον πράκτορα που αποτελούν μόνο διαμεσολαβούντα βοηθητικά πρόσωπα του εμπορίου, τα οποία δεσμεύουν ευθέως αυτόν που αντιπροσωπεύουν με τον εντολέα τους. Τέλος, ο παραγγελιοδόχος θαλάσσιας μεταφοράς ευθύνεται απέναντι στον ασφαλιστή, που κατέβαλε το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο φορτωτή και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα τούτου κατά το άρθρο 210 ΕμπΝ, που έχει εφαρμογή και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις. Στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη των εναγομένων ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά, καθόσον αυτή στην ένδικη διαφορά ενήργησε ως ναυτικός πράκτορας, δηλαδή ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης μεταφορέως και συνεπώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που προήλθαν από τις πράξεις της, δημιουργήθηκαν υπέρ και κατά της αντιπροσωπευόμενης δεύτερης εναγομένης μεταφορέως και όχι της ενάγουσας.

Οι με το περιεχόμενο αυτό ισχυρισμοί της δεύτερης εναγομένης αποτελούν άρνηση της αγωγής.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε διάδικη πλευρά, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και εκτιμώνται καθαυτές και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τις λοιπές αποδείξεις ανάλογα με το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και μεταφράσεις εγγράφων από την αγγλική στην ελληνική, τις ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρο 390 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ημεδαπή εταιρία με την επωνυμία «Α.» και έδρα στη Σπάρτη Λακωνίας πώλησε στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «C.» και έδρα το Πεκίνο της Κίνας 72.576 μπουκάλια και 8.064 δοχεία ελαιολάδου, τα οποία συσκεύασε σε 8.064 κιβώτια μικτού βάρους 94.324,32 Kg και καθαρού βάρους 76.768,12 Kg, εξέδωσε δε το υπ’ Αρ.6/15. 2.2006 τιμολόγιο πώλησης. Για τη μεταφορά των παραπάνω εμπορευμάτων δια θαλάσσης από το λιμάνι του Πειραιά στο λιμάνι Xingang της Κίνας, αυτά τοποθετήθηκαν σε τέσσερα εμπορευματοκιβώτια, φορτώθηκαν και στοιβάχθηκαν στο πλοίο «Η» από προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης – θαλάσσιου, μεταφορέα, εταιρίας με την επωνυμία «HS CO. LTD», εκδόθηκε δε η υπ’ Αρ.XXCM/15.2.2006 «καθαρή» φορτωτική», η οποία υπογράφεται από την πρώτη εναγομένη ημεδαπή εταιρία με την επωνυμία «V. Α.Ε.» και έδρα στον Πειραιά ως πράκτορα της αλλοδαπής μεταφορικής  εταιρίας με την επωνυμία «HS CO. LTD», όπως αναγράφεται σ’ αυτήν («AS AGENT ONLY»). Την ασφάλιση των εμπορευμάτων αυτών ανέλαβε η ενάγουσα ημεδαπή ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «G. Α.Ε.Α.Ζ.», με σύμβαση που καταρτίστηκε με την πωλήτρια εταιρία, εκδόθηκε δε σχετικά το υπ’ Αρ.10435415 ασφαλιστήριο συμβόλαιο υπέρ της τελευταίας. Με τη σύμβαση αυτή καλύφθηκαν όλοι οι κίνδυνοι της θαλάσσιας μεταφοράς από τη φόρτωση των εμπορευμάτων μέχρι την εκφόρτωση και παράδοσή τους στην παραλήπτρια εταιρία σύμφωνα με τη ρήτρα Institute Cargo Clauses A και μέχρι το ποσό των 141.837,70 ευρώ. Η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία υποστηρίζει ότι η πρώτη εναγομένη είχε αναλάβει την επιμέλεια της θαλάσσιας μεταφοράς των παραπάνω εμπορευμάτων με σύμβαση (παραγγελίας μεταφοράς), που κατάρτισε με την ασφαλισμένη της πωλήτρια εταιρία. Η πρώτη εναγομένη αρνείται ειδικά τον ισχυρισμό αυτό και υποστηρίζει ότι δεν συνεβλήθη στην προκειμένη περίπτωση ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς αλλά ως πράκτορας της δεύτερης εναγομένης, που διενήργησε τη θαλάσσια μεταφορά. Η ενάγουσα προς απόδειξη της βασιμότητας του προαναφερόμενου ισχυρισμού της επικαλείται αποκλειστικά και μόνο την κατάθεση της μάρτυρά της Ε.Τ., σύμφωνα με την οποία «η Α. ανέθεσε τη μεταφορά στην πρώτη εναγομένη, προκειμένου να βρει μεταφορική εταιρία. Η V. έδωσε εντολή στη 2η εναγομένη για τη μεταφορά». Από το αποδεικτικό όμως αυτό στοιχείο (το οποίο δεν ενισχύεται από άλλα αποδεικτικά μέσα), δεν προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η κατάρτιση και το περιεχόμενο της επικαλούμενης από την ενάγουσα σύμβασης και ειδικότερα ότι η πωλήτρια – φορτώτρια εταιρία συνεβλήθη με την πρώτη εναγομένη εταιρία, προκειμένου η τελευταία, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, να εξεύρει θαλάσσιο μεταφορέα. Αντίθετα αποδεικνύονται οι ισχυρισμοί της πρώτης εναγομένης ότι στην επίδικη μεταφορά αναμίχθηκε μόνο με την ιδιότητά της ως ναυτικός πράκτορας της δεύτερης εναγομένης. Ειδικότερα με την ιδιότητά της αυτή, εξέδωσε τη φορτωτική, στην οποία έθεσε πάνω από την έντυπη επωνυμία της δεύτερης εναγομένης τη σφραγίδα της με τα στοιχεία «V.S. Agency S.A. As Agent only on Behalf of Carrier – J.Sh.Co. Ltd» (… ως πράκτορας για λογαριασμό του μεταφορέα…). Από το έντυπο της φορτωτικής δεν προκύπτει καμία ανάμιξη της πρώτης εναγομένης ως παραγγελιοδόχου μεταφοράς, γεγονός που ενισχύεται και από το ότι αυτή εξέδωσε το υπ’ Αρ.03241/ 13.3.2006 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών προς την πωλήτρια – φορτώτρια εταιρία για ποσό 904,40 ευρώ, που αφορά σε διατυπώσεις/λιμένος/τελωνείου, έξοδα διακίνησης COΝΕΧ, απόθεση έμφορτου, εργατικά λιμένος, αμοιβή και πρακτορειακό δικαίωμα και δικαίωμα φορτωτικής. Συνεπώς η επίδικη μεταφορά έγινε με την επιμέλεια της φορτώτριας – πωλήτριας εταιρίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η δεύτερη εναγομένη χαρακτηρίζεται στην επωνυμία της ως «Ναυτικά Πρακτορεία Α.Ε.» και με την ιδιότητα αυτή μνημονεύεται στην πιο πάνω φορτωτική και κατά συνέπεια ευχερώς μπορούσε να διαγνώσει η αντισυμβαλλόμενη εταιρία (πωλήτρια – αποστολέας) και εντεύθεν η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ότι η πρώτη εναγομένη δεν ενεργούσε στο δικό της όνομα αλλά ως ναυτικός πράκτορας. Συνεπώς η εν λόγω σύμβαση μεταφοράς καταρτίστηκε χωρίς τη μεσολάβηση της πρώτης εναγομένης απευθείας μεταξύ της δεύτερης εναγομένης μεταφορέα και της φορτώτριας – πωλήτριας εταιρίας, όπως και ο μάρτυρας των εναγομένων αναφέρει στην ένορκη κατάθεσή του, αλλά και προκύπτει επιπλέον εμμέσως, πλην σαφώς, από έγγραφο της πωλήτριας προς τη δεύτερη εναγομένη με θέμα Εμπορευματοκιβώτια υπ’ Αρ.HJCU4174507,  SPKU4028594, Φορτωτική υπ’ Αρ.PIRE00027503 – Διαρροή από εμπορευματοκιβώτια», με το οποίο την εξουσιοδοτεί «ως μεταφορέα να προχωρήσει και παραδώσει τα επίμαχα εμπορευματοκιβώτια στο λιμένα του Xingang, Tianjin με την πρώτη ευκαιρία από το Port Klang». Συνακόλουθα, αφού δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη συνήψε την αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση παραγγελίας, η αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της είναι απορριπτέα ως αβάσιμη για έλλειψη παθητικής Νομιμοποίησης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή της εφεσίβλητης, κατά το μέρος της που στρεφόταν κατά της πρώτης εναγομένης ως ουσιαστικά βάσιμη, κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις και εσφαλμένα εκτίμησε και εφάρμοσε το νόμο. Επομένως οι σχετικοί λόγοι της έφεσης της πρώτης εναγομένης, με τους οποίους επαναφέρει την πρωτοδίκως υποβληθείσα ένσταση περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτής, είναι βάσιμοι. Συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση της πρώτης εναγομένης ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση.

Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και, αφού ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η ένδικη αγωγή, να απορριφθεί, κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη και παθητικά ανομιμοποίητη, ενώ τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στην ενάγουσα – εφεσίβλητη λόγω της ήττας της κατά τα άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι τα προαναφερόμενα εμπορεύματα φορτώθηκαν στο λιμάνι του Πειραιά σε τέσσερα (4) εμπορευματοκιβώτια (Container) από προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης μεταφορέα στο πλοίο «Τ.» το οποίο απέπλευσε την 15.2.2006 και κατέπλευσε στο λιμάνι Said της Αιγύπτου την 27.2.2006, όπου τα ως άνω εμπορεύματα μεταφορτώθηκαν από προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης μεταφορέα στο πλοίο «Η. V.0089E», το οποίο απέπλευσε την 29.3.2006 και κατέπλευσε στο λιμάνι Klang της Μαλαισίας την 1.4.2006. Εκεί τα εμπορεύματα μεταφορτώθηκαν από προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης μεταφορέα στο πλοίο «W.», το οποίο απέπλευσε την 17.4.2006 και κατέπλευσε στο λιμάνι Xingang της Κίνας την 27.4.2006. Κατά τη μεταφόρτωση των εμπορευμάτων από προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης μεταφορέα στο λιμάνι Klang της Μαλαισίας και κατά την εκφόρτωσή τους στο λιμάνι του Xingang της Κίνας δύο από τα τέσσερα εμπορευματοκιβώτια (Container) βρέθηκαν να στάζουν λάδια. Στη συνέχεια τα τέσσερα εμπορευματοκιβώτια μεταφέρθηκαν στην αποθήκη της παραλήπτριας εταιρίας και την 26.4.2006, με την παρουσία πραγματογνωμόνων της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και παρατηρητών της παραλήπτριας εταιρίας, ανοίχθηκαν και διαπιστώθηκε ότι 46.992 μπουκάλια ελαιολάδου και 64 δοχεία ελαιολάδου είχαν υποστεί ζημίες, δηλαδή είτε είχαν σπάσει είτε είχαν κηλιδωθεί από το ελαιόλαδο των σπασμένων μπουκαλιών και είχαν καταστεί μη εμπορεύσιμα.

Η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία υποστήριζες ότι οι ανωτέρω βλάβες και φθορές των εμπορευμάτων έγιναν κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους και οφείλονται σε κακή μεταχείρισή τους κατά τη μεταφορά και τις μεταφορτώσεις.

Προς τούτο επικαλείται και προσκομίζει την υπ’ Αρ.HT06BJZDF037 αναφορά έρευνας των πραγματογνωμόνων της εταιρίας με την επωνυμία «H.I.A.C.S. LTD», σύμφωνα με την οποία «…οι συνθήκες συσκευασίας και στοιβασίας ήσαν οι συνήθεις. Είμαστε της γνώμης ότι η ζημία στις φιάλες είναι δυνατόν να έχει προκληθεί από απότομο χειρισμό του γερανού ανύψωσης των Containers κατά τη διάρκεια της μεταφόρτωσης/φόρτωσης/ εκφόρτωσης». Η δεύτερη εναγομένη μεταφορέας ισχυρίζεται κατ’ ένσταση ότι οι παραπάνω βλάβες και φθορές των εμπορευμάτων οφείλονται στην κακή, ανεπιτήδεια συσκευασία και στοιβασία του φορτίου από την πωλήτρια – φορτώτρια εταιρία.

Προς τούτο επικαλείται και προσκομίζει την υπ’ Αρ.REF DC06BJ06001 έκθεση επιθεώρησης ζημίας φορτίου της εταιρίας «Heida United Marine Tech – Services (Beijing) Co Ltd», σύμφωνα με την οποία «όλα τα εμφιαλωμένα/κονσερβοποιημένα φορτία περιέχονταν σε χαρτονένια κουτιά και ήταν δεμένα με πλαστικές ταινίες σε κάθε ξύλινο δίσκο. Παρόλα αυτά, επειδή τα γυάλινα μπουκάλια είναι εύθραυστο υλικό όπως και η προστασία της λεπτής πλαστικής ταινίας, η μία στρώση από κουτιά μπορεί να αποβεί πολύ εύθραυστη για το εμφιαλωμένο σε γυάλινα μπουκάλια λάδι, το οποίο εμφαίνεται από το γεγονός ότι τα εμφιαλωμένα ήταν κατεστραμμένα σε διάφορους βαθμούς ενώ τα κονσερβοποιημένα διατηρήθηκαν ανέπαφα».

Από το συσχετισμό των παραπάνω ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων με τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα λοιπά έγγραφα, των οποίων γίνεται νόμιμη επίκληση και προσκομιδή από τους διαδίκους, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι βλάβες και φθορές των εμπορευμάτων της επίμαχης μεταφοράς έγιναν κατά τη διάρκεια της και οφείλονται σε κακή μεταχείρισή τους από προστηθέντες της δεύτερης εναγομένης μεταφορέως κατά τη διαδικασία εκφόρτωσης/μεταφόρτωσης σε ενδιάμεσο λιμάνι της θαλάσσιας μεταφοράς του φορτίου.

Την κρίση του αυτή στηρίζει το Δικαστήριο:

α) στο γεγονός ότι εκδόθηκε από την πρώτη εναγομένη με την ιδιότητά της ως ναυτικού πράκτορα της δεύτερης εναγομένης φορτωτική (Bill of Lading) με τη ρήτρα «Clean on Board as declared by shipper» (καθαρό επί του πλοίου όπως δηλώθηκε από τον αποστολέα), χωρίς καμία παρατήρηση ή επιφύλαξη σχετικά με την κατάσταση του φορτίου και της συσκευασίας του, που σημαίνει ότι η προετοιμασία και συσκευασία του φορτίου ήταν η κατάλληλη.

β) στο γεγονός ότι οι βλάβες και φθορές των εμπορευμάτων εμφανίσθηκαν στο δεύτερο λιμάνι εκφόρτωση ς/μεταφόρτωσης αυτών (Klang Μαλαισίας) σε δύο από τα τέσσερα εμπορευματοκιβώτια.

γ) στο γεγονός ότι η δεύτερη εναγομένη μέχρι και την εκφόρτωση των εμπορευμάτων στο λιμάνι προορισμού (Xingang της Κίνας) δεν διαμαρτυρήθηκε προς την πωλήτρια – αποστολέα εταιρία για κακή και ανεπιτήδεια συσκευασία και στοιβασία του φορτίου, για πρώτη δε φορά διατύπωσε σχετικές αιτιάσεις με τις προτάσεις της αμυνόμενη κατά της ένδικης αγωγής. Αντίθετα η πωλήτρια – αποστολέας εταιρία «Α.» απέστειλε στη δεύτερη εναγομένη έγγραφο με θέμα «Εμπορευματοκιβώτια μ’ Αρ.HJCU4174507, SPKU4028594, Φορτωτική υπ’ Αρ.PIRB00027503 – Διαρροή από εμπορευματοκιβώτια», στο οποίο αναφέρει ότι «Σας εξουσιοδοτούμε ως μεταφορέα να προχωρήσετε και παραδώσετε τα επίμαχα εμπορευματοκιβώτια στο λιμένα Xingang, Tianjin με την πρώτη ευκαιρία από το Port Klang και να κανονίσετε μία από κοινού επιθεώρηση από τον τοπικό σας πράκτορα και τον πράκτορα που θα διορίσουν οι παραλήπτες, προκειμένου να επιβεβαιώσουμε κάθε προκληθείσα πιθανή ζημία».

Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα επικαλούμενα από τη δεύτερη εναγομένη υπ’ Αρ.4382/23.2.2Θ06 και 4384/23.2.2006 τιμολόγια της εταιρίας «Τ. Α.Ε.» προς την εταιρία «Α. Α.Ε.» αφορούν στη μεταφορά από τη Σπάρτη Λακωνίας στο λιμάνι του Πειραιά εμπορευμάτων, που πραγματοποιήθηκε την 22.2.2006, όπως αναγράφεται σ’ αυτά, ενώ τα εμπορεύματα της επίμαχης μεταφοράς φορτώθηκαν στο πλοίο της δεύτερης εναγομένης την 15.2.2006, όπως προκύπτει από τη σχετική φορτωτική. Έτσι ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης στην προσθήκη και αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεών της, ότι δηλαδή τα επίδικα εμπορεύματα συσκευάστηκαν από την πωλήτρια – αποστολέα εταιρία σε εμπορευματοκιβώτια, τα οποία προμηθεύτηκε από την εταιρία «Τ. Α.Ε.» και στη συνέχεια τα παρέδωσε προς φόρτωση, ελέγχεται ως μη πειστικός. Επομένως η ένσταση της δεύτερης εναγομένης από το άρθρο 4 παρ. 2 περίπτωση θ’ των κανόνων Χάγης – Βίσμπυ περί απαλλαγής της από την ευθύνη είναι ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία αποζημίωσε πλήρως την πωλήτρια – ναυλώτρια εταιρία, στην οποία κατέβαλε το ποσό των 77.174,74 ευρώ, που αποτελεί τη ζημία της και ισοδυναμεί με την αξία των βλαβέντων εμπορευμάτων στον τόπο και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης αυτών, υπολογίζεται δε κατά τη συνήθη αξία πραγμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας με τα βλαβέντα ελλείψει χρηματιστηριακής ή τρέχουσας τιμής αγοράς.

Έτσι υποκαταστάθηκε ex lege αλλά και με ειδική έγγραφη εκχώρηση, που περιλήφθηκε στην από 7.6.2006 εξοφλητική απόδειξη, στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της κατά της δεύτερης εναγομένης μεταφορέα. Επομένως δικαιούται να αξιώσει την καταβολή του ανωτέρω ποσού από τη δεύτερη εναγομένη θαλάσσιο μεταφορέα με την ένδικη αγωγή, που έχει έρεισμα τις ακόλουθες διατάξεις:

 

α) ως προς τη σύμβαση μεταφοράς, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924, 1, 2, 3, 5 του Πρωτοκόλλου Βίσμπυ, που από την κύρωση τους με το νόμο 2107/1992 αποτελούν κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος εσωτερικό κανόνα υπερνομοθετικής ισχύος.

β) ως προς την επικαλούμενη ασφαλιστική υποκατάσταση, τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 7 και 14 του νόμου 2496/1997 περί ασφαλιστικής σύμβασης και περί τροποποίησης της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση σε συνδυασμό με τα άρθρα 257, 264 και269ίου Κ1ΝΔ.

γ) ως προς την επικαλούμενη εκχώρηση τις διατάξεις των άρθρων 455 και 462 του ΛΚ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του δέχτηκε την αγωγή της εφεσίβλητης, κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, ως ουσιαστικά βάσιμη, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και οι λόγοι της έφεσης της δεύτερης εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.