Προεδρεύων: Ιωάννης Παπανικολάου
Εισηγητής: Δημ. Τίγγας
Δικηγόροι: Θεόδωρος Λύτρας, Γ. Παπαδογιάννης
Συνδυασμένη (θαλάσσια και οδική) μεταφορά πραγμάτων. Εφαρμογή κανόνων Χάγης – Βίσμπυ (ν. 2107/1992) και CMR (ν. 559/77). Η φορτωτική στη Θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων είναι αξιόγραφο δηλαδή ενσωματώνει δικαίωμα έτσι ώστε για την ενάσκηση του δικαιώματος να απαιτείται η νόμιμη κατοχή αυτής. Το ενσωματούμενο δικαίωμα είναι ενοχικό με εμπράγματη λειτουργία. Ως ενοχικό δικαίωμα δημιουργεί την υποχρέωση στο Θαλάσσιο μεταφορέα να μεταφέρει τα εμπορεύματα από τον τόπο φόρτωσης στον τόπο προορισμού και να τα παραδώσει στον κομιστή αυτής. Η εμπράγματη λειτουργία της συνίσταται στο δικαίωμα που έχει ο κομιστής αυτής, επί της νομής των μεταφερομένων εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 172 ΚIΝΔ. Επομένως λόγω του αξιογραφικού χαρακτήρα της θαλάσσιας φορτωτικής τα ανωτέρω δικαιώματα δεν είναι δυνατόν να ασκηθούν χωρίς τη νόμιμη κατοχής αυτής, ως εγγράφου. Σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ γνωστής Τράπεζας και εταιρίας τυποποίησης ελαιολάδου με την οποία η Τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να δανειοδοτεί την εταιρία. Η τελευταία προς εξασφάλιση των πιστώσεων που λάμβανε μεταβίβασε με οπισθογράφηση και παράδωσε ως ενέχυρο στην Τράπεζα 10 φορτωτικές. Η ενεχυρούχος δανείστρια (Τράπεζα) είχε με την άνω ιδιότητά της υποχρέωση φύλαξης του ενεχύρου, καταβάλλοντας κάθε επιμέλεια, ώστε να αποτρέψει την παραγραφή ή την απόσβεση της ενεχυρασθείσης απαίτησης λόγω εκπνοής των σχετικών προθεσμιών. Η ενεχυρούχος δανείστρια κατήγγειλε και έκλεισε οριστικά τον αλληλόχρεο λογαριασμό και αξίωσε το κατάλοιπό του από την οφειλέτιδα, η οποία με τη σειρά της ζήτησε την απόδοση του ενεχύρου. Επ’ αυτού η ενεχυρούχος αρνήθηκε με αποτέλεσμα εν τω μεταξύ οι απαιτήσεις που ενυπήρχαν στις φορτωτικές να υποκύψουν σε παραγραφή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση της ενεχυρούχου δανείστριας να αποδώσει τις φορτωτικές, ήταν νόμιμη και δικαιολογημένη, διότι τυχόν επιστροφή τους στη δανείστρια, θα συναρτάτο από την οφειλέτιδα με την εξόφληση του χρεωστικού της υπολοίπου. Το τελευταίο αυτό αποκτούσε μεγαλύτερη σημασία, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση είχαν, χωρίς τη χρήση των φορτωτικών, παραδοθεί στους πραγματικούς παραλήπτες και επομένως η ενεχυρούχος δανείστρια είχε στην πραγματικότητα απωλέσει την ικανότητα πίεσης εκ του ενεχύρου, για την εξόφληση του δανείου, που είχε χορηγήσει. Πλην όμως δεν απώλεσε και το ουσιαστικό δικαίωμα κατά της οφειλέτιδός της, να ζητήσει το χρεωστικό κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως της οφειλέτιδος κατά της ενεχυρούχου δανείστριας.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 5, 6 και 10 της Διεθνούς Συμβάσεως για την ενοποίηση ορισμένων νομικών Κανόνων σχετικώς με ης φορτωτικές, που κυρώθηκε με το ν. 107/1992, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 125 και 168-173του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι οι κανόνες Χάγης – Βίσμπυ έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται αποκλειστικώς σε ναυλώσεις, οι οποίες συνιστούν συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων και καλύπτονται από φορτωτική ή παρόμοιο τίτλο. Η έκδοση φορτωτικής όχι μόνον δημιουργεί δικαιώματα, αλλά αποτελεί αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο για το «αξιογραφικό» περιεχόμενο του. Επί συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων αποδεικνύει τη σύμβαση μεταφοράς, ενώ το «ενσωματωμένο» δικαίωμα εξαρτάται από την τύχη του εγγράφου της φορτωτικής, η κατοχή της οποίας είναι απαραίτητη για την ενάσκηση του.
Ο οικονομικός δεσμός της συμβάσεως πωλήσεως με τη σύμβαση μεταφοράς γίνεται ιδιαιτέρως στενός και η σύμβαση ναυλώσεως – μεταφοράς καθίσταται βοηθητική της πωλήσεως, την οποία συνήθως ακολουθεί η τραπεζική σύμβαση προς είσπραξη του τιμήματος ή το άνοιγμα πιστώσεως μέσω ενεχυριάσεως της φορτωτικής. Το περιεχόμενο της φορτωτικής δεν αφορά μόνον τις σχέσεις του εκναυλωτή – εκδότη αυτής και μεταφορέα προς τον ναυλωτή, αλλά αφορά και τις σχέσεις του πρώτου με τον κομιστή του τίτλου, ο οποίος είναι ο παραλήπτης του φορτίου και ως εκ τούτου υπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών. Ο καθορισμός του εκναυλωτή, του ναυλωτή, του παραλήπτη, του πλοίου και του πλοιάρχου γίνονται δια της αναγραφής του ονόματος ή της επωνυμίας αυτών στη φορτωτική, η οποία μετά την παράδοση των εμπορευμάτων στον παραλήπτη επιστρέφεται στον εκδότη. Κατά, το άρθρο 32 παρ. 1του ν. 559/1977 «περί κυρώσεως της εν Γενεύη την 19 Μαΐου 1956 υπογραφείσης διεθνούς συμβάσεως επί του συμβολαίου περί των διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων οδικώς (CMR) και του Πρωτοκόλλου υπογραφής», ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων για την έγερση αγωγών συνεπεία μεταφοράς, δυνάμει της συμβάσεως αυτής, είναι ένα έτος και επί ηθελημένης κακής διαχειρίσεως τρία έτη, εφαρμοστέα δε είναι η εν λόγω σύμβαση, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 αυτής και όταν τα εμπορεύματα μεταφέρονται για μέρος του ταξιδιού δια θαλάσσης, εφόσον δεν εκφορτώνονται από το μεταφέρον αυτά όχημα. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 1247, 1248 1254 ΑΚ συνάγεται ότι η σύσταση ενεχύρου απαιτήσεως γίνεται με συμφωνία ενεχυράζοντος και δανειστού, η οποία καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο η με ιδιωτικό βεβαίας χρονολογίας και γνωστοποιείται στον οφειλέτη από τον ενεχυραστή. Το ενέχυρο αυτό χορηγεί στο δανειστή το δικαίωμα είτε να εισπράξει την ενεχυρασθείσα απαίτηση, είτε να απαιτήσει να του εκχωρηθεί αυτή αντί καταβολής. Παρόμοιο ενέχυρο προβλέπεται και από τα άρθρα 36 και 39 του νδ της 17.7/13.8.1923, που διατηρήθηκε σε ισχύ αρχικά με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ και ακολούθως με το άρθρο 52 παρ. 3 ΕισΝ ΚΠολΔ. Το τελευταίο αυτό ενέχυρο διαφέρει του πρώτου κατά το ότι:
α) το περί της συστάσεως του έγγραφο μπορεί να είναι απλό, τουτέστιν να μη φέρει βεβαία χρονολογία,
β) η ενεχύραση γνωστοποιείται στον τρίτο από οποιονδήποτε εκ των συμβαλλομένων και όχι μόνον από τον ενεχυραστή,
γ)η γνωστοποίηση αυτή συντελείται με ειδικό τρόπο, ήτοι με την επίδοση αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως ή με άλλον ισοδύναμο τρόπο, όπως είναι η επίδοση της αγωγής ή η αναγγελία σε πλειστηριασμό και
δ) από της επιδόσεως του αντιγράφου επέρχεται εκ του νόμου εκχώρηση της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως στο δανειστή, που σημαίνει ότι αποκόπτεται έκτοτε κάθε δεσμός του ενεχυραστή με την ενεχυρασθείσα απαίτηση, την οποία, στην έκταση που εκχωρήθηκε, δεν μπορεί ούτε να εισπράξει (αν καταστεί ληξιπρόθεσμη πριν από την ασφαλισμένη απαίτηση), ούτε να την μεταβιβάσει περαιτέρω. Από δε τα άρθρα 297, 298, 330, 1224 εδ. Α’,1235 αριθ. 1, 1243 αριθ. 1 και 1256 ΑΚ συνάγεται ότι ο ενεχυρούχος δανειστής έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυραστή κατά τρίτου, στην οποία έχει συσταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωση αυτής, αν δε από πταίσμα του προκαλέσει την εν λόγω απόσβεση ή αποδυνάμωση και εντεύθεν ζημία στον ενεχυραστή, αυτός δικαιούται αποζημιώσεως, η αξίωσή του όμως παραγράφεται μετά έξι μήνες από την απόσβεση του ενεχύρου, η οποία επέρχεται, πλην άλλων, συνεπεία αποσβέσεως της απαιτήσεως.
Συνέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 287 επ., 361, 513 και 416-417 του ΑΚ, ότι οι συναπτόμενες, από τον πωλητή-αποστολέα των δια θαλάσσης διαμετακομιζομένων πραγμάτων με τον αγοραστή αυτών και τον μεταφορέα, συμβάσεις πωλήσεως και μεταφοράς αντιστοίχως, όπως και η περιέχουσα εκχώρηση της απαιτήσεως για το τίμημα των πραγμάτων ενεχύραση της φορτωτικής από τον πωλητή, διατηρούν την αυτοτέλειά τους όσον αφορά τις προϋποθέσεις συνδρομής και δικαιοπαραγωγικών περιστατικών, την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής και την απόσβεση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για καθεμία από αυτές τις συμβάσεις, χωρίς να επηρεάζονται αναγκαίως και οι λοιπές. Έτσι η για λόγους αναγόμενους στον ενεχυρούχο δανειστή και τον μεταφορέα παράδοση των πραγμάτων, χωρίς τη χρήση του αξιόγραφου της φορτωτικής, προς τον αγοραστή δεν καθιστά την προς τον τελευταίο παροχή του πωλητή, από αυτόν και μόνο το λόγο, μη προσήκουσα, ώστε να απαλλάσσεται ο αγοραστής από την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος προς τον αντισυμβαλλόμενο του πωλητή, εφόσον ο εκδοχέας της σχετικής αξίωσης τούτου ενεχυρούχος δανειστής της φορτωτικής, κατά την παράδοση των πραγμάτων, δεν έχει καταστήσει ενεργό το από το ενέχυρο δικαίωμά του έναντι του αγοραστή και έτσι δεν διαταράσσεται η ασφάλεια της συναλλαγής, που υπηρετεί η χρήση της φορτωτικής, η δε από την πώληση συμβατική υποχρέωση του αγοραστή, χωρίς την παρεμβολή αξίωσης από το ενέχυρο της φορτωτικής, παραμένει αναλλοίωτη έναντι του πωλητή, που εκπληρώνει τη συμβατική υποχρέωσή του με την παράδοση των πωληθέντων πραγμάτων στον αγοραστή. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται επίσης ανάλογη ευθύνη αποδόσεως στον πωλητή από τον ως εντολοδόχο (επιτετραμμένο) αυτού, τυχόν λαβόντα το τίμημα από τον αγοραστή, μεταφορέα των εμπορευμάτων, χωρίς να εμπίπτει η αξίωση αυτή στην ειδική ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 32 ν. 559/1977, αφού δεν δημιουργήθηκε κατά την ενάσκηση δικαιωμάτων από το αξιόγραφο της φορτωτικής και τη σύμβαση ενεχύρασής του. Εξάλλου η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο, πλην άλλων, την αιτίαση ότι η αγωγή (ή η αίτηση) επί της οποίας έκρινε σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 28/1998). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της από 30.7.1999 αγωγής της αναιρεσείουσας (άρθρο561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) αλλά και όπως δέχθηκε το Εφετείο, εκτίθενται σ’ αυτή τα ακόλουθα: Με την 5960/25.10.1994 σύμβαση πίστωσης αλληλόχρεου λογαριασμού μέχρι ποσού 150.000.000 δραχμών μεταξύ των διαδίκων, η αναιρεσίβλητη τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να δανειοδοτεί την αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία τυποποίησης και εμπορίας ελαιολάδου και ελαιών, η οποία προς εξασφάλιση των πιστώσεων που λάμβανε μεταβίβασε δι’ οπισθογραφήσεως, σε συμμόρφωση με σχετικό συμβατικό όρο, προς την αναιρεσίβλητη, σε διαταγή της λόγω ενεχύρου, τα αναφερόμενα δέκα (10) φορτωτικά έγγραφα (full set) με προορισμό τις αποθήκες της αγοράστριας εταιρίας A.J. στο … της …, παραδίδοντας παραλλήλως προς εκείνη εντός 3ημέρου από την ημεροχρονολογία έκδοσής τους (από 20.4.1995 έως 6.5.1995) καθεμία από αυτές τις φορτωτικές, που αφορούσαν συνδυασμένη διεθνή μεταφορά βρώσιμου ελαίου, συνολικής αξίας 506.430 δολαρίων ΗΠΑ από τον …(τόπο φόρτωσης) μέχρι το … της … δια θαλάσσης και από εκεί οδικώς μέχρι τον τελικό προορισμό (…). Η πίστωση του λογαριασμού της αναιρεσείουσας με την αξία των αναφερόμενων στις φορτωτικές εμπορευμάτων θα γινόταν από την αναιρεσίβλητη, αφού προηγουμένως αυτή ειδοποιούσε την αγοράστρια και πίστωνε αυτή σε τράπεζα της επιλογής της το τίμημα υπέρ της αναιρεσίβλητης, οπότε η τελευταία θα της μεταβίβαζε τα φορτωτικά έγγραφα για να νομιμοποιείται προς παραλαβή των εμπορευμάτων. Κατά τις 2.1.1996 η αναιρεσίβλητη προέβη στο οριστικό κλείσιμο (καταγγελία) του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, αξιώνοντας την άμεση καταβολή του εξ 78.648.759 δραχμών υπολοίπου αυτού από την αναιρεσείουσα, με σκοπό «οικονομικού εκβιασμού» της, για να ενδώσει στην αξίωση απομάκρυνσης της εταιρίας του ομίλου της «Γ.Ε.» από το εργοστάσιο στο … (ιδιοκτησίας «Γ.Β.»), στο οποίο βρισκόταν με σχέση μίσθωσης από το έτος 1990, ώστε να επιτευχθεί καλύτερο τίμημα με τον επισπευδόμενο σ’ αυτό από την αναιρεσίβλητη πλειστηριασμό, ενώ τα ένδικα αξιόγραφα (φορτωτικές) ενσωμάτωναν υπέρτερη από το κατάλοιπο του λογαρισμού αξία (506.430 δολαρίων ΗΠΑ). Η αναιρεσείουσα επέστησε την προσοχή της αναιρεσίβλητης προφορικά και με εξώδικες δηλώσεις της στο ότι τα εμπορεύματα των φορτωτικών, κατά την υπάρχουσα από τις 26.12.1995 πληροφόρησή της είχαν παραδοθεί από το μεταφορέα προς την αγοράστρια εταιρία κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.1995 έως 25.12.1995, ενώ κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης δεν της είχε καταβληθεί το τίμημα ούτε εκδοθεί εγγυητική επιστολή υπέρ αυτής, ως κομίστριας των φορτωτικών, με αποτέλεσμα να μην έχουν μεταβιβασθεί στην αγοράστρια εταιρία τα δικαιώματα από τις φορτωτικές. Προέκυπτε γι’ αυτό ευθύνη του μεταφορέα, για την οποία όμως ίσχυε ενιαύσια παραγραφή από την παράδοση των μεταφερομένων εμπορευμάτων, με αναγραφόμενο και στο οπίσθιο μέρος των φορτωτικών συμβατικό όρο, άλλως σε περίπτωση ολικής απώλειας η ενιαύσια παραγραφή θα υπολογιζόταν από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε τα εμπορεύματα να παραδοθούν. Η αναιρεσείουσα με εξώδικες δηλώσεις της ζήτησε από την αναιρεσίβλητη να της αποδώσει τις ένδικες φορτωτικές με ταυτόχρονη εξόφληση του λογαριασμού της, έτσι ώστε να προβεί η ίδια στις απαραίτητες νομικές ενέργειες διακοπής της παραγραφής, αλλά η αναιρεσίβλητη αδράνησε και παρά το ότι η παραλήπτρια – αγοράστρια των εμπορευμάτων δεν προέβη αμέσως σε άνοιγμα πιστώσεως υπέρ αυτής, δεν μερίμνησε να ζητήσει εγκαίρως από το μεταφορέα να της παραδώσει τα εμπορεύματα, αλλά τα εγκατέλειψε στην τύχη τους και δεν άσκησε αγωγή εντός έτους, αφότου έπρεπε αυτά να παραδοθούν (μέχρι τέλους Ιουλίου 1996) ούτε απέδωσε προς την αναιρεσείουσα τις φορτωτικές, ώστε να νομιμοποιείται για την έγερση αγωγής, με συνέπεια να έχουν ήδη αλλοιωθεί και καταστεί άχρηστα πλέον τα εν λόγω εμπορεύματα. Η αναιρεσίβλητη δε, ως ενεχυρούχος δανείστρια, είχε υποχρέωση φύλαξης του ενεχύρου, καταβάλλοντας κάθε επιμέλεια, ώστε να αποτρέψει την παραγραφή ή την απόσβεση της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως, λόγω εκπνοής των σχετικών προθεσμιών. Ζητείται ενόψει τούτων, όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτά περιορίσθηκε με τις έγγραφες προτάσεις της αναιρεσείουσας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να αναγνωρισθεί ότι η αναιρεσίβλητη (εναγόμενη) υποχρεούται να της καταβάλει με βάση συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της το ισάξιο σε δραχμές, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής, των 506.430 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την έγερση της προγενέστερης από 20.11.1997 αγωγής της που είχε απορριφθεί ως αόριστη. Με το ως άνω, σύμφωνα και με τις παραδοχές του Εφετείου, περιεχόμενο η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι μη νομίμως επιχειρείται να θεμελιωθεί το αίτημα αποζημιώσεως στην προβαλλόμενη παρέλευση, από υπαιτιότητα της αναιρεσίβλητη δικαιούχου των φορτωτικών, της ενιαύσιας προθεσμίας παραγραφής των αξιώσεών της κατά του μεταφορέα των εμπορευμάτων, σε συσχετισμό με το επικαλούμενο ασύμφορο της αυτούσιας επιστροφής τούτων και την αντίθετη προς τα χρηστά ήθη καταγγελία από την αναιρεσίβλητης της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού. Ειδικότερα από τα εκτιθέμενα και μόνα στην αγωγή προκύπτουν τα εξής:
1) Εφόσον οι για την επίμαχη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων εκδοθείσες φορτωτικές μεταβιβάσθηκαν λόγω ενεχύρου από την αποστολέα (πωλήτρια) των εμπορευμάτων αναιρεσείουσα προς την αναιρεσίβλητη ενεχυρούχο δανείστριά της, είχε μεν η τελευταία υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση της αναιρεσείουσας κατά του μεταφορέα από τον κίνδυνο απόσβεσης η αποδυνάμωσής της, ωστόσο με την αγωγή η ευθύνη για την παράδοση των εμπορευμάτων από το μεταφορέα προς την παραλήπτρια (αγοράστρια) τούτων, χωρίς παράλληλη μεταβίβαση των δικαιωμάτων από τις φορτωτικές και καταβολή του τιμήματος ή έκδοση εγγυητικής επιστολής υπέρ της αναιρεσίβλητης, αποδίδεται σε πρωτοβουλία του μεταφορέα, για την οποία πρώτη έλαβε γνώση η αναιρεσείουσα και δια μέσου αυτής ακολούθως η αναιρεσίβλητη.
2) Η προβαλλόμενη άρνηση της αναιρεσίβλητης να αποδώσει στην αναιρεσείουσα τις φορτωτικές, για να ασκήσει τα από αυτές δικαιώματά της σύμφωνα, πάντοτε, με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήταν δικαιολογημένη, εφόσον η απόδοση των φορτωτικών συναρτήθηκε από την αναιρεσείουσα με αξίωσή της να θεωρηθεί εξοφλημένο το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της από την αναιρεσίβλητη, χωρίς προσδιορισμό βάσιμου αποσβεστικού λόγου της σχετικής ενοχής.
3) Εφόσον αντικείμενο του ενεχύρου αποτελούσε η απαίτηση για το τίμημα των εμπορευμάτων και είχαν αυτά εν αγνοία της αναιρεσίβλητης παραδοθεί από το μεταφορέα στη συμφωνημένη με την αναιρεσείουσα παραλήπτρια – αγοράστρια τούτων, με τρόπο αντιφατικό στη συνέχεια προβάλλεται πταίσμα της αναιρεσίβλητης για αχρήστευση των εμπορευμάτων λόγω αδυναμίας διάθεσης τους χωρίς τις φορτωτικές, αφού άλλωστε ο προορισμός των τελευταίων, από άποψη εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων της πωλήτριας, εξαντλούνταν στην παράδοση των εμπορευμάτων προς την παραλήπτρια τούτων και εκπληρώθηκε, χωρίς να εκδηλωθεί αντίθετη βούληση της δικαιούχου των φορτωτικών αναιρεσίβλητης ή να ενεργοποιήσει αυτή τα από τις φορτωτικές δικαιώματά της. Αντιθέτως χωρίς την κατοχή των αξιογράφων των φορτωτικών δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί η αναιρεσίβλητη στην αξίωσή της ως ενεχυρούχος δανείστρια κατά του μεταφορέα, ούτε υπήρχε βεβαίως νομική υποχρέωσή της να παραδώσει τις φορτωτικές παρά μόνον σε περίπτωση εξοφλήσεως του τιμήματος των εμπορευμάτων από το μεταφορέα ή τρίτο για λογαριασμό του, όπως η αγοράστρια – παραλήπτρια των εμπορευμάτων. Στη γνωστοποίηση δε της συστάσεως του ενεχύρου και της εκχωρήσεως με αυτό της απαιτήσεως της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη για την καταβολή του τιμήματος των εμπορευμάτων δεν είχε δικαίωμα να προβεί μόνον η αναιρεσίβλητη, αλλά και η αναιρεσείουσα. Με τα εκτιθέμενα όμως στην αγωγή δεν καθίσταται σαφές, αν συντελέσθηκε η γνωστοποίηση (αναγγελία) της σύστασης του ενεχύρου των φορτωτικών στο μεταφορέα ή στην παραλήπτρια των εμπορευμάτων.
4) Η επίκληση με την αγωγή μόνο της παραγραφής των κατά του μεταφορέα, αξιώσεων από τη σύμβαση μεταφοράς καθίσταται από μόνη της αλυσιτελής, αφού δεν προβάλλεται επί πλέον με την αγωγή, ότι είχε αποσβεσθεί και η εδραζόμενη στη σύμβαση πωλήσεως αξίωση της αναιρεσείουσας από την παράδοση των εμπορευμάτων στην αγοράστρια τούτων, η οποία αξίωση για το τίμημα κάλυπτε μέρος ή το σύνολο της ζημίας της πωλήτριας που είχε ως βάση την προαναφερόμενη παραγραφή. Και τούτο ενόψει του ότι οι από την αναιρεσείουσα, πωλήτρια και αποστολέας των εμπορευμάτων, προβαλλόμενες έννομες (συμβατικές) σχέσεις με την αγοράστρια (παραλήπτρια) και το μεταφορέα των εμπορευμάτων αντιστοίχως δεν έχασαν την αυτοτέλειά τους με την έκδοση και ενεχύραση των αποδεικτικών της μεταφοράς πραγμάτων (αξιογράφων – φορτωτικών), που εξέδωσε ο μεταφορέας, αλλά και μετά την έναντι του τελευταίου παραγραφή κάθε αξίωσης της αναιρεσίβλητης από την ενεχύραση των φορτωτικών διατήρησε η αναιρεσείουσα πωλήτρια τα από την πώληση και παράδοση των εμπορευμάτων στην αγοράστρια εναντίον αυτής δικαιώματα για πληρωμή του τυχόν μη καταβληθέντος προς εκείνη (άρθρα 416-417 Α Κ) τιμήματος των εμπορευμάτων (άρθρο 513 ΑΚ) ή, επί ακυρότητας της συμβάσεως, αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. ΚΠολΔ).
5) Εφόσον όμως δεν γίνεται επίκληση με την αγωγή ότι η παραλήπτρια (αγοράστρια) δεν κατέβαλε απ’ ευθείας στην αναιρεσείουσα (πωλήτρια) το συμφωνημένο τίμημα και ότι, σε αποφατική περίπτωση, έχουν αποσβεσθεί οι από τη σύμβαση πωλήσεως και παράδοση των εμπορευμάτων στην αγοράστρια ως άνω αναφερόμενες απαιτήσεις της αναιρεσείουσας, δεν θεμελιώνεται το αγωγικό αίτημα αποκατάστασης της προβαλλόμενης ζημίας της αναιρεσείουσας.
6) Η ως καταχρηστική και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη προβαλλόμενη καταγγελία από την αναιρεσίβλητη της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού και η αμφισβήτηση του καταλοίπου αυτού από την αναιρεσείουσα δεν συνδέονται αιτιωδώς με το αιτούμενο με την αγωγή αποζημιωτικώς τίμημα (ή την αξία) των εμπορευμάτων που αφορούσαν οι επίμαχες φορτωτικές διότι δεν αποτελούσε για μία τέτοια ζημία πρόσφορη αιτία η ως άνω καταγγελία, ούτε συνεπεία αυτής προβάλλεται σχετικά με το κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού αυτοτελές αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας.
Επομένως το Εφετείο με το να απορρίψει την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία είχε απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη τόσο ως προς την ενδοσυμβατική όσο και ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη της αναιρεσίβλητης, κρίνοντας και το δικαστήριο εκείνο (Εφετείο) την αγωγή ως μη νόμιμη, αν και για άλλο λόγο, ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 του ν. 559/1977, 247, 251,261 εδ. α’, 298, 272, 276, 277, 281, 330, 914 και 1224 του ΑΚ, ο δε αντίθετος πρώτος από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, εφόσον το αγωγικό αίτημα αποζημίωσης της αναιρεσείουσας (και ως συνέπεια της αποδιδόμενης στην αναιρεσίβλητη αντίθετης προς τα χρηστά ήθη συμπεριφοράς κατά την καταγγελία του αλληλόχρεου λογαριασμού) συναρτάται με την ως άνω αναφερόμενη άπρακτη από την αναιρεσίβλητη παρέλευση της ενιαύσιας προθεσμίας παραγραφής της αξίωσής της κατά του μεταφορέα των εμπορευμάτων και δεν αποτελεί αυτοτελή ιστορική και νομική βάση της αγωγής, το Εφετείο δεν παρέλειψε παρά το νόμο να λάβει υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ούτε άφησε αίτηση της αναιρεσείουσας αδίκαστη.
Πράγματι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτώς επισκοπούμενη ένδικη αγωγή, εκτός από τις πιο πάνω δύο βάσεις, δηλαδή αυτής από τη σύμβαση ενεχύρου (άρθρα 330 και 1224 ΑΚ) και εκείνη από την αδικοπραξία (ΑΚ 914) δεν περιέχεται άλλη βάση και ειδικότερα της αποζημίωσης κατά την ΑΚ 919. Συναφώς δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι το Εφετείο δεν εξέτασε άλλη βάση της αγωγής αυτής από την ΑΚ 919. Επομένως οι εκ του άρθρου 559 αρ. 8 και 9 του ΚΠολΔ αντίθετοι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης.