Έκδοση καθαρής φορτωτικής. Σύμβαση ασφαλίσεως του μεταφερομένου φορτίου. Διαπίστωση ζημίας μέρους του φορτίου και καταστροφής αυτού κατά την εκφόρτωση.

 Υποκατάσταση ασφαλιστή στα δικαιώματα της ασφαλισμένης δυνάμει εκχωρήσεως. Αγωγή αποζημιώσεως. Ρήτρα φορτωτικής περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας τωνΡουμανικών Δικαστηρίων για κάθε διαφορά από την επίδικη σύμβαση μεταφοράς.

 Απόρριψη αγωγής ως απαραδέκτου λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας ελληνικών δικαστηρίων.

 Εισηγητής: ΧΑΡΑΛ. ΜΑΧΑΙΡΑΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίωνυπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα Ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό της αρμοδιότητός τους, κατά τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών.

 Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 42, 43 και 44 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ακόμη, ότι με τη συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλειστεί η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων και, αν η συμφωνία γίνει εγγράφως και επί διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον, από ορισμένη έννομη σχέση, εφόσον τούτο καθορίζεται κατά τρόπον σαφή.

Υπάρχει σαφής καθορισμός όταν προκύπτει από τη συμφωνία ότι ο καθορισμός θα γίνει κατά τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου της αλλοδαπής πολιτείας. Στην περίπτωση αυτή με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους αυτή εκφράζουν τη βούλησή τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του συγκεκριμένου κατά τόπο αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου, αναφερόμενοι στους προσιτούς κανόνες του δικονομικού δικαίου της αλλοδαπής πολιτείας και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της. (ΑΠ Ολομ 4/1992 ΕλΔ 33 749).

 Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει στην Πορτογαλία εκθέτει, ότι το Νοέμβριο του 1990 η εδρεύουσα στην Ελλάδα εταιρία με την επωνυμία “Α. ΕΛΛΑΣ ΕΕ.” αγόρασε από την εδρεύουσα στο Βέλγιο εταιρία με την επωνυμία “M.M.NV” υγρομονωτικά χρώματα συνολικής αξίας 2.104.368 βελγικών φράγκων, ότι η αγοράστρια, για τη μεταφορά των εμπορευμάτων αυτών από την Αμβέρσα του Βελγίου στον Πειραιά απ` όπου και θα τα παρελάμβανε, κατάρτισε με την δεύτερη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία που εδρεύει στην Ελλάδα, σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, ότι την 4-12-1990 στην Αμβέρσα τα εμπορεύματα παρεδόθησαν από την πωλήτρια στην πρώτη εναγόμενη και φορτώθηκαν στο πλοίο Τ. του οποίου αυτή είναι κυρία η δε δεύτερη εφοπλίστρια, προκειμένου να μεταφερθούν στον Πειραιά, ότι με τη φόρτωση εκδόθηκε η με αριθμ. 12/4-12-1990 “καθαρή” φορτωτική, ότι τα εμπορεύματα αυτά η αγοράστρια τα ασφάλισε στην ενάγουσα για τους κινδύνους της θαλάσσιας μεταφοράς, ότι την 17-12-1990 που το πλοίο έφθασε στον Πειραιά και άρχισε η εκφόρτωση διαπιστώθηκε ότι άλλα από αυτά είχαν υποστεί ζημιές, άλλα δε είχαν καταστραφεί ολοσχερώς και που οφείλονταν στη μεταφορά και έγιναν από υπαιτιότητα του μεταφορέα ή των υπ` αυτού προστηθέντων προσώπων, η δε συνολική ζημία της αγοράστριας ανήλθε σε 4.300.000 δραχμές, ότι την ζημία αυτή η ενάγουσα κατέβαλε στην ασφαλισμένη της αγοράστρια την 14-6- 1991 και έτσι υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της από το νόμο και δυνάμει εκχωρήσεως που περιελήφθη στην εξοφλητική απόδειξη. Ζητεί δε, όπως παραδεκτά με τις προτάσεις της περιόρισε την αγωγή της, αν αναγνωρισθεί ότι οφείλουν να της πληρώσουν οι εναγόμενες 4.300.000 δρχ. Από το περιεχόμενο όμως των όρων της ανωτέρω φορτωτικής και ειδικότερα από εκείνο του όρου υπ` αρ. 3 αυτής, το οποίο έχει ως εξής: “Πάσα απαίτηση από την παρούσα φορτωτική θα εκδικάζεται στη Ρουμανία και θα κρίνεται κατά το Ρουμανικό δίκαιο και τις ερμηνείες αυτού από τα Δικαστήρια της Ρουμανίας κατ` αποκλεισμό της δικαιοδοσίας οποιασδήποτε άλλης χώρας, εξαιρέσει των θαλασσίων μεταφορών από/προς το Βέλγιο για τις οποίες θα εφαρμόζεται το άρθρο 91, βιβλίο 2 του Βελγικού Εμπορικού Κώδικα”, συμπεραίνεται ότι έχει συμφωνηθεί αποκλειστική δικαιοδοσία αλλοδαπών δικαστηρίων, γεγονός που οι εναγόμενες ρητώς επισημαίνουν και προτείνουν με σχετική ένσταση περί ελλείψεως δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων που προβάλλουν με τις προτάσεις τους τόσο της πρώτης όσο και της παρούσας συζητήσεως.

 Συνάγεται συνεπώς, ότι με την ρήτρα αυτή, ως έχει διατυπωθεί, συμφωνήθηκε αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Ρουμανίας για την επίλυση κάθε διαφοράς που θα προέρχε ται από την επίδικη σύμβαση μεταφοράς.

 Έτσι ο όρος αυτός της φορτωτικής είναι έγκυρος, δεσμεύει και την αγοράστρια – πωλήτρια που κατάρτισε την σύμβαση της θαλάσσιας μεταφοράς και την ενάγουσα – ασφαλιστική εταιρεία και συνεπώς τα Ελληνικά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν της ενδίκου διαφοράς. Πρέπει επομένως η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτος για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν (άρθρο 179 ΚΠολΔ) όπως στο διατακτικό.