ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – Α΄ Πολιτικό Τμήμα Επιτρεπόµενη δικονοµική σύµβαση της παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας αλλοδαπών δικαστηρίων και αντίστοιχου αποκλεισµού των ελληνικών. Τύπος της συγκεκριµένης σύµβασης. Ενσωµάτωση αυτής της συµβατικής ρήτρας στο έγγραφο της φορτωτικής. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση, επειδή θεώρησε ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής χωρίς όµως να προσδιορίζει αν υπάρχει έγκυρη σύµβαση για τον αποκλεισµό τους. (Αναιρεί την 1061/2001 Εφ. Πατρών).
Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 42 ΚπολΔ προκύπτει ότι, µε συµφωνία των ενδιαφεροµένων, διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείµενο µπορεί να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριµένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας. Αν οι διαφορές πρόκειται να γεννηθούν στο µέλλον και από συγκεκριµένη έννοµη σχέση επιτρέπεται και αυτές να υπαχθούν στη δικαιοδοσία αλλοδαπής πολιτείας µε συµφωνία των ενδιαφεροµένων, αλλά η συµφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισµένη έννο- µη σχέση, από την οποία θα προκύψουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά το άρθρο 43 ΚΠολΔ, για την πιο πάνω συµφωνία είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση του άρθρου αυτού και ιδίως τη φράση «είναι έγκυρη µόνο αν είναι έγγραφη».
Εξάλλου, από το συνδυασµό του άρθρου 160 εδάφ. β΄ και γ΄ ΑΚ, που ορίζει ότι, «αν πρόκειται για σύµβαση η υπογραφή των συµβαλλοµένων πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο και ότι αν συνταχθούν για τη σύµβαση περισσότερα πρωτότυπα, αρκεί η υπογραφή του κάθε µέρους στο έγγραφο που προορίζεται για το άλλο» και του άρθρου 447 ΚπολΔ, που ορίζει ότι « το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη µόνο το προσκόµισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444» , συνάγεται ότι το τελευταίο αυτό άρθρο εφαρµόζεται όταν πρόκειται για αποδεικτικά και όχι για συστατικά έγγραφα.
Η αντίθετη ερµηνεία θα οδηγούσε στο απαράδεκτο αποτέλεσµα της καταργήσεως στην περίπτωση αυτή του ανωτέρω άρθρου 160 εδάφ. β΄ και γ΄ ΑΚ. Περαιτέρω, οι καταχωριζόµενες στη φορτωτική, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 76 νδ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύµων εταιριών», δικαιόγραφο σε διαταγή, συµπληρωµατικές ρήτρες είναι ισχυρές και υποχρεώνουν τους συµβληθέντες, εφόσον δεν αντίκεινται στα χρηστά ήθη, στη δηµόσια τάξη ή σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου, δυνάµενες να αντιταχθούν και κατά του νοµιµοποιουµένου ως κατόχου ή κοµιστή της φορτωτικής, κατά τους ορισµούς του άρθρου 78 παρ. 2 του παραπάνω ΝΔ και τους ταυτόσηµους του άρθρου 892 ΑΚ Προϋπόθεση όµως, µε βάση τα προεκτεθέντα, του κύρους της δικονοµικής συµφωνίας περί αποκλεισµού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, επί µελλοντικών διαφορών, που είναι ενσωµατωµένη απλώς στη φορτωτική, αλλά δεν σχετίζεται µε τη λειτουργία αυτής ως δικαιογράφου, είναι το περιέχον την παραπάνω συµφωνία έγγραφο της φορτωτικής, που έχει και αυτό το χαρακτήρα ιδιωτικού εγγράφου, να φέρει τις υπογραφές των συµβαλλοµένων, του πλοιάρχου που εκδίδει, κατ’ άρθρο 168 εδάφ. α ΚΙΝΔ τη φορτωτική ή του απ‘ αυτόν εξουσιοδοτηµένο πράκτορα, και του φορτωτή των προς µεταφορά πραγµάτων ή του παραλήπτη αυτών. Διαφορετικά η σχετική συµφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως να µην έγινε (άρθρο 159 παρ. 1 και 180 ΑΚ) ( ΟλΑΠ 4/1992, ΑΠ884/1194).
Στην κρινόµενη περίπτωση, µε τον πρώτο λόγο της αίτησης αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθµ. 14 ΚπολΔ, προβάλλει η αναιρεσείουσα στην προσβαλλόµενη απόφαση την αιτίαση, ότι το Εφετείο απέρριψε την αγωγή για έλλειψη δικαιοδοσίας, αφού δέχτηκε ότι δεν υπήρχε δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για εκδίκαση της επίδικης διαφοράς, χωρίς όµως να ερευνήσει ότι συνέτρεχαν οι νόµιµες προϋποθέσεις για τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου, ήτοι η έγγραφη συµφωνία των συµβληθέντων για την υπαγωγή της διαφοράς σε αλλοδαπό δικαστήριο και ο προσδιορισµός του αλλοδαπού δικαστηρίου ή έστω της αλλοδαπής πολιτείας, στην οποία αυτό υπάγεται, µε αποτέλεσµα να κηρύξει παρά το νόµο απαράδεκτο.
Πράγµατι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόµενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ότι η εναγοµένη µεταφορική εταιρία προέβαλε στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο την ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, για επίλυση της διαφοράς, ότι µε ειδικό όρο των σχετικών φορτωτικών ορίστηκε, ότι κάθε διαφορά που θα προκύψει από αυτή τη φορτωτική θα εκδικασθεί στη χώρα όπου ο µεταφορέας έχει την κύρια επιχειρηµατική του δραστηριότητα και θα εφαρµοστεί το δίκαιο αυτής της χώρας, ότι από τις προσκοµιζόµενες δύο φορτωτικές, που εκδόθηκαν στην Μπανγκόγκ στις 16 και 17 Ιουνίου 1993, αποδεικνύεται ο όρος αυτός και ότι αυτός είναι έγκυρος και χωρίς να αναφέρεται ειδικά το δικαστήριο της αλλοδαπής, που θα επιλαµβανόταν της υπόθεσης, αφού αυτό καθορίζεται από τις διατάξεις δικονοµικού δικαίου της αλλοδαπής πολιτείας, που είναι η Ρουµανία, όπου η εναγόµενη έχει την έδρα της και την κύρια επαγγελµατική εγκατάστασή της.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο απέρριψε την αγωγή για έλλειψη δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Συνεπώς, σύµφωνα µε όσα έχουν ανωτέρω αναπτυχθεί, το Εφετείο κήρυξε παρά το νόµο απαράδεκτο, αφού δεν προσδιορίζει αν ο όρος της φορτωτικής για εκδίκαση της διαφοράς από αλλοδαπό δικαστήριο, δηλαδή η συµφωνία αυτή έγινε εγγράφως, ήτοι έφερε τις υπογραφές των δύο συµβληθέντων και δεσµευόµενων µερών και αν ορίζετο στην έγγραφη αυτή συµφωνία το δικαστήριο που ήταν αρµόδιο ή τουλάχιστον η πολιτεία, η Ρουµανία, της οποίας τα δικαστήρια θα ήταν αρµόδια για την εκδίκαση της διαφοράς αυτής, και πρέπει κατά παραδοχή το πρώτου λόγου τη αίτησης αναιρέσεως ως βασίµου να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση και να παραπεµφθεί η υπόθεση αυτή για περαιτέρω εκδίκαση, κατ` άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούµενη απόφαση, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί την 1061/2001 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Παραπέµπει την υπόθεση αυτή για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο.