κανείς δεν μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για τα δικά του σφάλματα
Υπαίτια πρόκληση της ασφαλιστικής περίπτωσης.
Η διαμορφωμένη από τους ρωμαϊκούς χρόνους αρχή “ex turpi causa non oritur actio“, ότι δηλαδή κανείς δεν μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για τα δικά του σφάλματα, προσδιορίζει όχι μόνο το αστικό, αλλά και το χώρο του σύγχρονου ασφαλιστικού δικαίου. Ο ασφαλισμένος, λοιπόν, δεν δικαιούται να απαιτήσει την ασφαλιστική αποζημίωση, αν προκάλεσε με πρόθεση την ασφαλιστική περίπτωση, αλλά ακόμη και από βαριά αμέλεια, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η νομοθετική βάση για την απαλλαγή της ευθύνης του ασφαλιστή με την έννοια ότι η ασφάλιση καλύπτει μόνο τα τυχαία περιστατικά, σε συνδυασμό με την αρχή της ανωτέρας βίας, συνεπώς η δόλια ενέργεια δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση και δεν θεωρείται ως ασφαλιστική περίπτωση, για να μπορέσει να στοιχειοθέτηση μια απαίτηση από τον Ασφαλιστή και είναι πάντοτε στις αναζητήσεις του ασφαλιστή.
Σε μια προσπάθεια τεκμηρίωσης, ωστόσο, της δεδομένης νομοθετικής επιλογής στο χώρο των ασφαλίσεων ζημιών, νομίζουμε ότι πιο σωστό είναι να διατυπώσουμε την άποψη πως η βαριά αμέλεια του ασφαλισμένου περιλαμβάνεται στον κύκλο των νομοθετικά κατοχυρωμένων εξαιρέσεων από την ασφαλιστική κάλυψη, διότι απλά ο νομοθέτης έτσι έχει επιλέξει, να προστατεύσει την έννοια της ασφαλιστικής επιστήμης στο σύνολο της. Η διαβάθμιση ως προς τη βαρύτητα της αμέλειας, που επιλέγει, τελικά, ο σύγχρονος νομοθέτης, μπορεί να εξηγηθεί από την αντικειμενική επικινδυνότητα της πράξης που οφείλεται σε βαριά αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης, σε αντίθεση, προσωρινή συνήθως, κατά κανόνα, μίας ελαφρά αμελής συμπεριφορά.
Όσον αφορά τη νομική φύση του παραπάνω καθήκοντος, που καθιερώνει ο νομοθέτης σε βάρος του ασφαλισμένου, αποδόθηκαν πολλές θεωρίες. Υποστηρίχθηκε ότι το καθήκον αυτό αποτελεί υποκειμενικό περιορισμό του κινδύνου, παράβαση της υποχρέωσης της εξαιρετικής καλής πίστης (Uberrimafidesή utmostgoodfaith), αρνητική προϋπόθεση ευθύνης του ασφαλιστή, αίρεση ή ότι η απαλλαγή του ασφαλιστή από την ευθύνη του αποτελεί συνέπεια της μη εκπλήρωσης του καθήκοντος του ασφαλισμένου να μην προκαλέσει την ασφαλιστική περίπτωση.
Παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητούμε την ορθότητα της παραπάνω τοποθέτησης, θα προτιμήσουμε μια πιο απλή γνώμη. Εκείνη που λέει ότι η απαλλαγή του ασφαλιστή, στο μέτρο που επέρχεται, αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα κατά τον οποίο, όταν πραγματοποιηθεί το γεγονός που συνιστά τον καλυπτόμενο κίνδυνο, ο ασφαλιστής είναι υπεύθυνος για τις ζημίες που απορρέουν απ’ αυτό.
Πράξη του ασφαλισμένου.
Η πρόκληση της ασφαλιστικής περίπτωσης από κάποιο από τα υπόχρεα πρόσωπα, μπορεί να εκδηλώνεται με ενέργεια ή με παραλειψείς τους. Η παράλειψη σηματοδοτεί την αποχή εκείνη από μία ενέργεια, η οποία, έχοντας ένα φυσικό και ένα κοινωνικό νόημα, επιφέρει την πραγμάτωση ενός αποτελέσματος.
Έννοια και διαβαθμίσεις του δόλου του ασφαλισμένου.
Η παραπάνω έννοια, όπως και αυτή της αμέλειας, λαμβάνεται με τη σηματοδότηση που έχει αποκτήσει από παλιά στο αστικό δίκαιο. Δόλος, λοιπόν, υπάρχει όταν ο ασφαλισμένος προέβλεψε το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του και είτε το θέλησε ευθέως (άμεσος δόλος) είτε απλά αδιαφόρησε γι’ αυτό, δηλαδή το αποδέχθηκε (ενδεχόμενος δόλος).
Αν η υπαίτια πράξη έγινε με σκοπό να αποφευχθεί άλλος κίνδυνος, τότε η ζημία καλύπτεται από τον ασφαλιστή, εφόσον φυσικά, δεν έχει αποκλείσει με ρήτρα την ευθύνη του από τους σχετικούς κινδύνους, διότι ο δόλος δεν κατευθύνεται στην πρόκληση της ασφαλιστικής περίπτωσης, αλλά στην αποσόβηση άλλου κινδύνου ο οποίος παρουσιάζεται αναπόφευκτος.
Το αντικειμενικό γεγονός είναι το ίδιο, η ολική ή η μερική απώλεια που προήλθε από τη συγκεκριμένη πράξη οι υποκειμενικές όμως συνθήκες διαφέρουν. Η σκόπιμη ενέργεια του ασφαλισμένου, που έγινε για να αποτρέψει κάποιο κίνδυνο που είναι ορατός, εμπίπτει, ταυτόχρονα, στο καθήκον και πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία με την ένταση και την έκταση της προσβολής, αλλά και να είναι απαραίτητη για την αντιμετώπισή της.
Εφόσον η δράση του ασφαλισμένου ή των εκπροσώπων του έχει ως αποτέλεσμα μεγάλες σε έκταση ζημίες, ενώ ο επερχόμενος κίνδυνος θα μπορούσε να έχει προκαλέσει πολύ μικρότερες απώλειες, ο ασφαλισμένος δεν καλύπτεται από το καθήκον αποφυγής της ζημίας, με συνέπεια ο ασφαλιστής, όχι μόνο να μην έχει υποχρέωση να καταβάλει τα σχετικά έξοδα, αλλά και ενδεχομένως να αρνηθεί την αποζημίωση.
Πρόκληση του κινδύνου από αμέλεια του ασφαλισμένου.
Η αμέλεια, ως επιλήψιμη στάση σε μια τέτοια συμπεριφορά, μπορεί να εκδηλώνεται είτε με την αδιαφορία είτε με την απροσεξία είτε με την ενδόμυχη και επιπόλαιη πεποίθηση ότι το αποτέλεσμα δεν θα επέλθει. Η αμέλεια διακρίνεται σε βαριά, όταν η απόκλιση από το αφηρημένο πρότυπο της συμπεριφοράς του μέσου, συνετού, επιμελή ασφαλισμένου είναι μεγάλη, αντίθετα όταν ο ασφαλισμένος είτε δεν επιδεικνύει την επιμέλεια που πρέπει να καταβάλλει, είτε δεν καταβάλλει την επιμέλεια που συνήθως, πρέπει να δείχνει ως συνετά ανασφάλιστος (PrudentUninsured) -συγκεκριμένη αμέλεια-.
Η εξαίρεση δεν έχει ερείσματα, αφού αποκλείονταν της ασφαλιστικής προστασίας ακόμη και απλές αθέλητες. Η συμπεριφορά του ασφαλισμένου μπορεί να λάβει χώρα τόσο με ενέργεια όσο και με παράλειψη, τότε η δυνατότητα απελευθέρωσης του ασφαλιστή από την ευθύνη του με το προηγούμενο καθεστώς μπορούσε, θεωρητικά, να αποκτά πραγματικά μεγάλες διαστάσεις, αφού σε κάθε σχεδόν περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου είναι δυνατό να διαπιστώνεται έλλειψη σχετικής προσοχής από τη μεριά του ασφαλισμένου.
Ως παράβαση του καθήκοντος θα πρέπει να νοείται μόνο ο δόλος ή η βαριά αμέλεια, ενώ σε περίπτωση που αποδεικνύεται ελαφρά αμέλεια του υπόχρεου προσώπου, ο ασφαλιστής εξακολουθεί να είναι υποχρεωμένος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση. Η αστική ευθύνη, αδιαφορεί για τη βαρύτητα του πταίσματος, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στο χώρο του ποινικού δικαίου. Αυτή η περίπτωση όμως δεν πρέπει να θεωρείται απόλυτη.
Επίσης, προβλέπονται ποσοτικά ανώτατα όρια ευθύνης ανεξάρτητα από οποιοδήποτε πταίσμα, ενώ η ευθύνη του παραμένει ποσοτικά απεριόριστη μόνο σε περίπτωση δόλου δικού του ή των προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό του (προστηθέντες). Παρατηρούμε ότι η αρχή της υπαιτιότητας δεν είναι απαρέγκλιτη αντίθετα υπόκειται σε περιορισμούς. Στο ασφαλιστικό δίκαιο δεν αποδοκιμάζεται μια υπαίτια συμπεριφορά η οποία οδηγεί, ενδεχόμενα, σε αποζημίωση, αλλά στόχος είναι η κατανομή των κινδύνων σε περισσότερα πρόσωπα (προστηθέντες). Το γεγονός αυτό μάς κάνει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς ως προς τη δυνατότητα της συμπληρωματικής εφαρμογής στο ασφαλιστικό δίκαιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από επιστημονική, νομοθετική και ουσιαστική αυτονομία.
Ιδιαίτερες συμφωνίες.
Υπό το κράτος του δικαίου δεν αποκλείεται, η συνομολόγηση με συμφωνία των συμβαλλομένων μερών -του ασφαλιστή και του προσώπου που είχε ενεργήσει την ασφάλιση- ειδικής ρήτρας στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο περί κάλυψης των ζημιών που προέρχονταν από ελαφρά αμέλεια του ασφαλισμένου ή των υπόχρεων προσώπων (προστηθέντες). Η ρήτρα θεωρείται ως έγκυρη. Με την αποδοχή, ωστόσο, από το σύγχρονο νομοθέτη της θέσης που περιορίζει την ευθύνη του ασφαλισμένου μόνο στη βαριά του αμέλεια δεν έχει σημασία η ύπαρξη ενός παρόμοιου συμβατικού όρου, ακόμη και αν έχει συνομολογηθεί σε ένα ασφαλιστήριο. Στα πλαίσια της ισχύουσας ρύθμισης είναι εφικτό να συμφωνηθεί ότι δεν θα καλύπτεται από τον ασφαλιστή η ελαφρά αμέλεια μόνο του λήπτη της ασφάλισης ή μόνο του ασφαλισμένου ή μόνο των εκπροσώπων τους και των άλλων υπόχρεων προσώπων (προστηθέντες) ή όλων μαζί. Μια τέτοια συμφωνία είναι ισχυρή μέσα στα όρια της ελεύθερης διαμόρφωσης του περιεχομένου των ενοχικών συμβάσεων, αλλά και επειδή την επιτρέπει ρητά ο νόμος, είτε πρόκειται για ασφάλιση επαγγελματικών κινδύνων, είτε για εμπορική ασφάλιση, με τη βασική προϋπόθεση και στις δύο περιπτώσεις ότι η τέτοια συμφωνία, είτε περιέχεται σε διατυπωμένους είτε σε επιπρόσθετους όρους, (impliedorexpressedwarranties) κατέστη εφικτή ύστερα από τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Στις περιπτώσεις, μάλιστα, των αμιγώς εμπορικών ασφαλίσεων είναι θεωρητικά δυνατό -στα πλαίσια της επιτρεπτής διεύρυνσης των δικαιωμάτων του ασφαλιστή- να αποκλείεται από την κάλυψη ακόμη και ολόκληρη κατηγορία τυχαίων περιστατικών και γεγονότων ανώτερης βίας, αρκεί ένας τέτοιος όρος να συνομολογείται, μετά από ελεύθερη διαπραγμάτευση και, κυρίως, μην είναι καταχρηστικός.
Εν αντιθέσει των ανωτέρω, μια συμφωνία κάλυψης των δόλιων πράξεων του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου δεν πρέπει να θεωρείται ισχυρή, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που θα είχε συμφωνηθεί, όχι μόνο διότι δεν την επιτρέπει ο νόμος, αλλά και γιατί είναι αντίθετη τόσο στην έννοια της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως αυτή προσδιορίζεται νομοθετικά. Μία συμβατική συμφωνία, τέλος, για κάλυψη μόνο της βαριάς αμέλειας του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου φαίνεται να προσκρούει στον νόμο. Πάντως, σε μία τέτοια περίπτωση οφείλουμε να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί, γιατί συνάδει με την έννοια της ασφάλισης η κάλυψη των κινδύνων από αμέλεια του ασφαλισμένου (ακόμη και βαριά).
Το βάρος της απόδειξης.
Σύμφωνα με την πιο σωστή άποψη, ο εναγόμενος ασφαλιστής πρέπει να αποδείξει ότι η ασφαλιστική περίπτωση προήλθε από τη δόλια ή την από βαριά αμέλεια συμπεριφορά του ασφαλισμένου ή των άλλων υπόχρεων προσώπων (προστηθέντες), κατά τις διακρίσεις που θα δούμε αμέσως στη συνέχεια. Τούτο, διότι συνιστά μια εξαίρεση, ένα νόμιμο λόγο απόρριψης της ασφαλιστικής περίπτωσης, διότι αποτελεί κανόνα δικαίου για τον ασφαλιστή, αλλά και σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικονομικού δικαίου, ο ενιστάμενος ασφαλιστής φέρει το βάρος απόδειξης όλων των γεγονότων που αποτελούν στοιχεία του πραγματικού κανόνα δικαίου τον οποίο επικαλείται. Στα πλαίσια αυτά, μία ασφαλιστική ρήτρα που θα επέρριπτε το βάρος απόδειξης του δόλου ή της βαριάς αμέλειας στον ασφαλισμένο ελέγχεται ως καταχρηστική.
Πρόσωπα που εντέλλονται για την τήρηση της ασφαλιστικής σύμβασης.
Σ’ αυτά ανήκει, καταρχήν, ο ασφαλισμένος, ο οποίος πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία. Στην περίπτωση που έχει συναφθεί ασφάλιση για λογαριασμό άλλου, καθώς και όταν εκχωρείται η απαίτηση από την ασφαλιστική σύμβαση σε τρίτο, καθήκον να μην προκαλέσουν ζημία στα αντικείμενα του ασφαλιστικού συμφέροντος έχουν τόσο ο λήπτης της ασφάλισης όσο και ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος του ασφαλίσματος αντίστοιχα και οι προστηθέντες αυτού
Όσο για τα τρίτα πρόσωπα για τα οποία ευθύνεται ο ασφαλισμένος αναπτύχθηκε η θεωρία του εκπροσώπου. Εκπρόσωπος είναι το πρόσωπο εκείνο, το οποίο αντιπροσωπεύει ή αντικαθιστά τον ασφαλισμένο με βάση κάποια έννομη ή συμβατική σχέση, με συνέπεια ο τελευταίος να μην ασκεί καμιά επιρροή στον ασφαλιστικό κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εντελώς ξένα με το λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλισμένο πρόσωπα, τα οποία, μολονότι δεν τον εκπροσωπούν, βρίσκονται σε άμεση τοπική, χρονική ή λειτουργική σχέση με το ασφάλισμα, έτσι ώστε από τις πράξεις ή παραλείψεις τους να εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης.
Αποτελέσματα της παράβασης του κανόνα δικαίου.
Αποτέλεσμα της πρόκλησης της ασφαλιστικής περίπτωσης από κάποιο από τα πρόσωπα που προσδιορίσαμε είναι μεν η απαλλαγή του ασφαλιστή, με παράλληλη, όμως, διατήρηση της υποχρέωσης του λήπτη της ασφάλισης να καταβάλει το ασφάλιστρο, διότι η ασφαλιστική σύμβαση παραμένει ισχυρή. Η ρύθμιση είναι σκόπιμη, διότι ο εμπορικός νόμος δεν κάνει καμία νύξη, αφού, αλλιώς, ο ασφαλιστής θα εισέπραττε αμοιβή για το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα, για το οποίο είχε παύσει να φέρει τον κίνδυνο. Επομένως, ο α σφαλιστής αποδίδει το υπερβάλλον ασφάλιστρο με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αν τυχόν το εισέπραξε, ενώ, από την άλλη μεριά, αποκτά ευθεία αγώγιμη αξίωση για το δεδουλευμένο ασφάλιστρο που οφείλεται ακόμη.
Στην περίπτωση, λοιπόν, που καταγγελθεί η σύμβαση για το μέρος του συμφέροντος ή το μέρος του κινδύνου που απολείπεται, τότε, εφόσον πρόκειται για ασφάλιση που αφορά κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων ή για αμιγώς εμπορική ασφάλιση, μπορεί προκαταβολικά να συμφωνηθεί η πληρωμή του ασφαλίστρου ολόκληρης της ασφαλιστικής περιόδου. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο στην κατά χρόνο ασφάλιση.
Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε με επάρκεια στο ερώτημα, αν η παραπάνω διάταξη, που είναι συστηματικά ενταγμένη στον τομέα κατά βάση των ναυτικών ασφαλίσεων, εφαρμόζεται και στις αεροπορικές, θα πρέπει να συγκρίνουμε τη νομική θέση και τις εξουσίες του πλοιάρχου με αυτές του κυβερνήτη ενός αεροσκάφους, καθώς και τη θέση του πληρώματος και των άλλων προσώπων των οποίων η συμπεριφορά δεν λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της ευθύνης του ασφαλιστή απέναντι στο πρόσωπο που παρουσιάζεται ως δικαιούχος του ασφαλίσματος. Από την ανάλυση που έπεται καταλήγουμε, όπως θα γίνει κατανοητό, στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει κανείς λόγος για να μην εφαρμόσουμε στην ασφάλιση αεροσκάφους, ενεργοποιώντας τη δυνατότητα που παρέχει ο νομοθέτης, ώστε να συμπεριλάβουμε στην ασφαλιστική προστασία τα πταίσματα των προσώπων που προσδιορίζονται στα επόμενα.
Κυβερνήτης του αεροσκάφους.
Ως χειριστής (pilot) χαρακτηρίζεται αυτός, ο οποίος ελέγχει τις λειτουργίες ενός αεροσκάφους που βρίσκεται σε κίνηση, έννοια που περιλαμβάνει και τον συγκυβερνήτη. Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους (pilot–in–command) είναι αυτός, ο οποίος για μια δεδομένη στιγμή είναι υπεύθυνος για τον χειρισμό του αεροσκάφους, χωρίς αυτό να βρίσκεται κάτω από την καθοδήγηση άλλου πιλότου. Η ιδιότητα του κυβερνήτη για το ασφαλιστικό δίκαιο υποστηρίζεται ότι ξεκινά από τότε που το αεροσκάφος επέρχεται στην κατοχή του με σκοπό την εκτέλεση της εναέριας αποστολής και διαρκεί έως ότου το αεροσκάφος επανέρθει στη βάση του (homeport), εφόσον το ίδιο πρόσωπο επιμελήθηκε κάτι τέτοιο. Ως κυβερνήτης θα νοηθεί, όχι μόνον εκείνος που έχει το σχετικό δίπλωμα της αρμόδιας σχολής, αλλά και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο διευθύνει το αεροσκάφος.
Ο κυβερνήτης ενός πολιτικού αεροσκάφους έχει τη διοίκησή του και λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την ασφάλεια της πτήσης και την τήρηση της τάξης σ’ αυτό. Ανάμεσα στα πιο σπουδαία καθήκοντά του συγκαταλέγονται η προετοιμασία της πτήσης και η αποφυγή παραλείψεων για την εκτέλεση της. Υποχρεούται, επίσης, να παράσχει αρωγή σε πρόσωπο που κινδυνεύει στη θάλασσα ή σε περιοχή που δεν εξυπηρετείται με άλλα σωστικά μέσα. Ο κυβερνήτης, ιδίως, επιβλέπει και κατευθύνει τις ενέργειες του πληρώματος και ασκεί πειθαρχική εξουσία στα μέλη του, μπορεί να ζητήσει από οποιοδήποτε μέλος του πληρώματος την εκτέλεση υπηρεσίας διαφορετικής από εκείνης για την οποία έχει προσληφθεί, δικαιούται να αποβιβάζει σε ενδιάμεσες σταθμεύσεις πρόσωπα, πράγματα και αποσκευές, να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο, με στόχο τη συμμόρφωση όσων επιβαίνουν στο αεροσκάφος με τις οδηγίες που έδωσε για την ασφάλεια της πτήσης. Τηρεί τα προβλεπόμενα βιβλία και ασκεί τα καθήκοντα του. Είναι υποχρεωμένος να αναγγείλει οποιοδήποτε αεροπορικό ατύχημα πέσει στην αντίληψή του. Υποχρεούται, τέλος, να εκτελέσει την αεροπορική αποστολή και να περατώσει το ταξίδι.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι εξουσίες του κυβερνήτη είναι αντίστοιχες με αυτές του πλοιάρχου και, ίσως, περισσότερο διευρυμένες, όσον αφορά την τεχνική διεύθυνση του αεροσκάφους, όχι όμως και αναφορικά με την εκπροσώπηση στην εμπορική εκμετάλλευση του. Ο κυβερνήτης δεν διαθέτει, κάποιες εξουσίες δημόσιου δικαίου, που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αεροπορικής μεταφοράς και τη σύντομη διάρκεια ενός αεροπορικού ταξιδιού. Εκείνο, όμως, που ενδιαφέρει είναι ότι οι εξουσίες του κυβερνήτη έχουν διαμορφωθεί με πρότυπο τις εξουσίες του πλοιάρχου και κινούνται στην ίδια λογική.
Πλήρωμα.
Το πλήρωμα (crew) περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που συνδράμουν με οποιοδήποτε τρόπο στη λειτουργία του αεροσκάφους (συγκυβερνήτης, πλοηγός, χειριστής επικοινωνιακών συστημάτων, μηχανικός και ακόλουθος πτήσης, λογιστής, αεροσυνοδοί και κάθε, γενικά, πρόσωπο που βοηθά την κίνηση του αεροσκάφους στο έδαφος ή τον αέρα). Ο στενότερος όρος ιπτάμενο προσωπικό (flightcrew), είναι αποκλειστικά στα πρόσωπα που βρίσκονται επάνω στο αεροσκάφος και έχουν αρμοδιότητες, οι οποίες σχετίζονται με την πτήση. Περαιτέρω, γίνεται διάκριση ανάμεσα στο προσωπικό θαλάμου πτήσης (cockpitcrew), που βρίσκεται μέσα στο θάλαμο πτήσης και στην ουσία καθοδηγεί το αεροσκάφος, και σε προσωπικό θαλάμου επιβατών (cabincrew), που περιλαμβάνει το υπόλοιπο πλήρωμα.
Το πλήρωμα, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί το σύνολο των προσώπων που βοηθά με οποιοδήποτε τρόπο στη λειτουργία του μεταφορικού μέσου (αεροσκάφους) και μεριμνά για την ολοκλήρωση της εναέριας ή αποστολής.
Άλλα πρόσωπα.
Στην έννοια αυτή συγκαταλέγονται όλα τα πρόσωπα που έχουν σχέση με το αεροσκάφος και εκτελούν μία υπηρεσία επάνω σ’ αυτό, χωρίς όμως και να συμβάλλουν στην πτήση του (π.χ. παρατηρητής, χειριστής οργάνου που μεταφέρεται, συνοδός φορτίου κλπ).
Ευθύνη του κυβερνήτη και του πληρώματος.
Οριοθέτηση της ευθύνης.
Είναι γεγονός ότι η ασφάλεια της εναέριας μεταφοράς, αλλά και η τύχη του αεροσκάφους, εξαρτάται άμεσα, πολλές φορές, από τις ικανότητες, την κατάρτιση και τη φυσική κατάσταση του κυβερνήτη, όπως και του λοιπού τεχνικού προσωπικού, έχουμε τονίσει ότι κακές επιλογές ή επιπόλαιες και αψυχολόγητες ενέργειες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τους επιβαίνοντες, το φορτίο, το ίδιο το αεροσκάφος. Κάθε χειριστής υφίσταται ειδική εκπαίδευση και πρέπει να έχει έναν ορισμένο αριθμό πτήσεων, αλλά και κατάλληλη φυσική κατάσταση, για να οδηγήσει ένα συγκεκριμένο αεροσκάφος. Ωστόσο, μία ελαφρά αμελής συμπεριφορά του πιλότου μπορεί να είναι μοιραία ή καθοριστική.
Ο κυβερνήτης, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, ευθύνεται απέναντι στον εκμεταλλευόμενο το αεροσκάφος για κάθε ζημία από υπαιτιότητά του. Εφόσον, όμως, το αεροσκάφος είναι ασφαλισμένο και η ζημία που προκάλεσε ο κυβερνήτης από υπαιτιότητά του ανάγεται στους καλυπτόμενους κινδύνους, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αρνηθεί για το λόγο αυτό την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης στο λήπτη της ασφάλισης. Υποκαθίσταται, ωστόσο, στα δικαιώματα του τελευταίου και απαιτεί, όσα κατέβαλε, από τον υπαίτιο κυβερνήτη, με την επιφύλαξη των σχετικών εργασιακών κανονισμών και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Παραδείγματα.
Αμελή συμπεριφορά του χειριστή μπορεί να συνιστά η αγνόηση του μετεωρολογικού δελτίου και η συνέχιση της πτήσης χωρίς όργανα, ενώ είναι δυνατή η αναστροφή, ο εσφαλμένος χειρισμός κατά την προσγείωση ή την απογείωση, η στάθμευση κατά τη διάρκεια της νύχτας σε σκοτεινό και απόμερο σημείο του αεροδρομίου που δεν φυλάσσεται, με επακόλουθο την ολική ή μερική κλοπή του αεροσκάφους, η έλλειψη επαρκούς ύπνου στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο ανεξάρτητες πτήσεις και η πρόκληση συμβάντος από την υπερκόπωση, το κάπνισμα μέσα στο πιλοτήριο ενώ το αεροπορικό ταξίδι είναι σε εξέλιξη, με αποτέλεσμα ζημίες από το αναμμένο τσιγάρο, η διακυβέρνηση του αεροσκάφους υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών, ναρκωτικών ουσιών, ψυχοφαρμάκων ή άλλων ιατρικών σκευασμάτων, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι προκαλείται ζημία, γιατί, αλλιώς, θα πρόκειται απλά για επίταση του κινδύνου.
Ως πταίσματα κατά τον χειρισμό θεωρήθηκαν οι εσφαλμένοι, αιφνίδιοι και ατυχείς ελιγμοί του πιλότου ή η προσπάθεια να διαπεραστούν τα σύννεφα για να βρεθεί ανοικτός ουρανός, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι περιορισμένες δυνατότητες του συγκεκριμένου αεροσκάφους, η απώλεια από τον πιλότο του ελέγχου του αεροπλάνου κατά τη δεύτερη προσπάθεια για απογείωση, ενώ η αμέσως προηγούμενη προσπάθεια είχε αποτύχει εξαιτίας ισχυρών ανέμων, η παράλειψη του πιλότου να μετακινήσει το δίσκο που κλείδωνε την άκρη του αριστερού πτερυγίου και η συνακόλουθη αμέλεια του να διασφαλίσει πριν την απογείωση την προσήκουσα λειτουργία του αεροσκάφους, ο εσφαλμένος χειρισμός ενός μαθητευόμενου πιλότου ο οποίος δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του εκπαιδευτή του, με αποτέλεσμα να αναγκάσει το αεροπλάνο να πάρει κλίση 90° και να καταπέσει στο έδαφος κατά τη διενέργεια χειρισμών “touchandgo“, ενώ ο κινητήρας είχε σταματήσει, πιθανόν εξαιτίας προβλήματος στην τροφοδοσία. Επίσης, η υπερπλήρωση (overloading) του αεροσκάφους, η σκόπιμη χρήση του αεροσκάφους σε ύψος κάτω από τα προβλεπόμενα όρια ασφάλειας και πολύ κοντά στο έδαφος με αποτέλεσμα τη συντριβή του, η μη κατανόηση των οδηγιών του πύργου ελέγχου κατά την προσγείωση, λόγω της απειρίας του πιλότου.
Βιβλιογραφία:
Ρόκας Ιωάννης, Ασφαλιστική Επιχείρηση (1977)
Ρόκας Κωνσταντίνος, Θεμελιώδεις έννοιες του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου, (1971)
Αθανασιάδης Γιάννης, Ασφάλιση Αεροσκάφους (2003)
M.J. Spurway, AviationInsurance (1991)
Hodgin Ray, The doctrine of utmost good faith in insurance contracts (1995)